Τηλέφωνο
210 9756566
Τηλέφωνο
210 6980565
Τηλέφωνο
210 9610982
Τηλέφωνο
210 6444430
Τηλέφωνο
210 6034681
Τηλέφωνο
6977430971

ALPHA PROLIPSIS

Iατρικά Εργαστήρια - Πολυϊατρεία
ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ

 
Οι αλλοιώσεις των μαλακών μορίων που χρήζουν κυτταρολογικής διερεύνησης διακρίνονται σε πάνω από  130 διαφορετικές παθολογικές  οντότητες. Μέσα σε αυτές διακρίνονται και 30 διαφορετικά είδη σαρκωμάτων. Η συστηματική διαφοροδιαγνωστική προσέγγιση σε συνδυασμό με τη σωστή δειγματοληπτική και παρασκευαστική τεχνική μπορεί να αποδώσουν ικανοποιητικά αποτελέσματα, ακόμα και σε κυτταρολογικά εργαστήρια με μικρή σχετικά εμπειρία στην παρακέντηση όγκων των μαλακών μορίων.
 

Τρόποι δειγματοληψίας

 
Συστήνεται η πολλαπλή παρακέντηση δια λεπτής βελόνης της ύποπτης εξεργασίας. Οι βελόνες που χρησιμοποιούνται κατά την παρακέντηση είναι 22G ή 23G.
Μέρος του υλικού επιστρώνεται άμεσα σε πλακίδια, μονιμοποιείται στον αέρα και χρώννυται κατά MGG, προκειμένου να γίνει άμεση αξιολόγηση της επάρκειας του κυτταρολογικού υλικού. Το υπόλοιπο υλικό είτε μονιμοποιείται με αιθυλική αλκοόλη και χρώννυται κατά Παπανικολάου, είτε διατηρείται για μεθόδους κυτταρολογίας υγρής φάσης για ειδικές μελέτες (ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, ανοσοκυτταροχημεία, κυτταρομετρία ροής και κυτταρογενετικές εξετάσεις). Η χρήση ηλεκτρονικού μικροσκοπίου βοηθά στην ταξινόμηση πτωχά διαφοροποιημένων όγκων και όγκων από μικρά στρογγυλά κύτταρα. Η κυτταρομετρία ροής βοηθά στη διάγνωση του λεμφώματος.
Συνήθως ο κλινικός ιατρός καλείται να επιλέξει μεταξύ κυτταρολογικής εξέτασης  (FNA) και ιστολογικής εξέτασης (λήψη μικροβιοψίας- Core Needle Biopsy- CNB). Σε σύγκριση με την FNA, η CNB διαθέτει την ίδια περίπου διαγνωστική ακρίβεια, ωστόσο η CNB προτείνεται σε περιπτώσεις που η κυτταρολογική διάγνωση δεν είναι σαφής και απαιτείται περισσότερο λεπτομερής τυποποίηση της υπό διερεύνηση αλλοίωσης.
 
 

Ενδείξεις

 

Ο προληπτικόςέλεγχος αλλοιώσεων των μαλακών μορίων για να τεθεί μια αρχική διάγνωση
Η επιβεβαίωση της υποτροπής ενός νεοπλάσματος που αντιμετωπίστηκε στο παρελθόν
Η επιβεβαίωση της καλοήθειας μιας αλλοίωσης που εντοπίστηκε συμπτωματικά
Η επιβεβαίωση της μεταστατικής επέκτασης ενός νεοπλάσματος

 

ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ - ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

 
Δεν υπάρχουν σημαντικές αντενδείξεις ή επιπλοκές.
Ο φόβος που υπήρχε παλαιότερα για διασπορά των καρκινικών κυττάρων κατά την παρακέντηση δεν υπάρχει πλέον, χάρη στη χρήση βελονών μικρότερης διαμέτρου.
 

ΔιαγνωστικΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

 

Μη διαγνωστικό υλικό (ανεπαρκές ή μη ικανοποιητικό)

Το μη διαγνωστικό υλικό περιέχει πολύ λίγα ή και καθόλου καλά διατηρημένα κύτταρα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να τεθεί ασφαλής κυτταρολογική διάγνωση. Κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται σε νέκρωση ή κυστική εκφύλιση του νεοπλάσματος ή σε τεχνικά λάθη κατά τη δειγματοληψία. Στην περίπτωση αυτή συνιστάται επανάληψη της εξέτασης.
 

Αρνητικό για κακοήθη κύτταρα

Η αρνητική κυτταρολογική διάγνωση είναι περισσότερο αξιόπιστη όταν συνοδεύεται από συγκεκριμένη διάγνωση, όπως για παράδειγμα «κοκκίωμα». Ο κλινικός ιατρός πρέπει να συσχετίζει τα κυτταρολογικά ευρήματα με τα αντίστοιχα ευρήματα του απεικονιστικού ελέγχου και της κλινικής εξέτασης  Εξάλλου, μια αρνητική κυτταρολογική απάντηση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το υπό παρακέντηση ογκίδιο είναι καλόηθες ή ότι εφόσον υπάρχουν ύποπτα κλινικά ή απεικονιστικά ευρήματα δεν επιβάλλεται η λήψη βιοψίας για τον αποκλεισμό τυχόν κακοήθειας.
 

Παρουσία κυττάρων ύποπτων για κακοήθεια

Η διαγνωστική  κατηγορία κυτταρολογικών ευρημάτων που εγείρουν υπόνοια κακοήθειας χρησιμοποιείται για την περιγραφή δειγμάτων από αλλοιώσεις που είναι μάλλον κακοήθεις, ωστόσο τα άτυπα κύτταρα είναι πολύ λίγα , κακοδιατηρημένα ή δυσδιάκριτα λόγω έντονης φλεγμονής ή νέκρωσης του υποστρώματος, με αποτέλεσμα η ασφαλής διάγνωση κακοήθειας να τίθεται εν αμφιβόλω. Και εδώ είναι απαραίτητος ο ιστολογικός έλεγχος της υπό διερεύνηση εξεργασίας.
 

Θετικό για κακοήθη κύτταρα

Δεδομένου ότι τα περισσότερα σαρκώματα των μαλακών μορίων αντιμετωπίζονται με ευρεία χειρουργική εκτομή, η αδυναμία σαφούς ιστολογικής ταξινόμησης δεν έχει ουσιαστική σημασία. Αυτό που έχει κλινική αξία είναι η ταξινόμηση των κακοήθων νεοπλασμάτων σε υψηλού και σε χαμηλού βαθμού κακοήθειας. Η διαφορική διάγνωση μεταξύ μεταστατικού νεοπλάσματος και ενός μεσεγχυματογενούς νεοπλάσματος μαλακών μορίων είναι εφικτή με τη χρήση μεθόδων ανοσοκυτταροχημείας.
 

Ακρίβεια – Αξιοπιστία

 

Η διαγνωστική ευαισθησία της μεθόδου φτάνει το 95%. Η ευαισθησία στη διάγνωση σαρκωμάτων κυμαίνεται από 54% έως 98%, με αντίστοιχη θετική προγνωστική αξία της μεθόδου 91-99%.
Οι κυριότερες αιτίες ψευδώς αρνητικής κυτταρολογικής απάντησης είναι σφάλμα κατά τη δειγματοληψία, κακή παρασκευή και κακή εκτίμηση του υλικού.
Το ποσοστό ψευδώς θετικών απαντήσεων κυμαίνεται σε ποσοστά μικρότερα του 5%. Αντίστοιχα τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα κυμαίνονται μεταξύ 2% και 15%, ωστόσο κάθε ύποπτη κλινικά εξεργασία πρέπει να ελέγχεται περαιτέρω με τη βοήθεια της βιοψίας.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαγνωστική ακρίβεια της παρακέντησης δια λεπτής βελόνης είναι η προηγούμενη εμπειρία του κυτταρολόγου, η συσχέτιση με τα κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα, η επάρκεια και η σωστή χρήση του κυτταρολογικού υλικού. Υπολογίζεται ότι προκειμένου ένας κυτταρολόγος να αποκτήσει ικανοποιητική εμπειρία, πρέπει να παρακεντά 6 τέτοιες αλλοιώσεις ανά εβδομάδα.
Η ταχεία επιτόπου αξιολόγηση του υλικού της παρακέντησης μειώνει το ποσοστό των ανεπαρκών δειγμάτων.
Η θέσπιση κριτηρίων για την επάρκεια του υλικού μειώνει την πιθανότητα ψευδώς αρνητικών κυτταρολογικών απαντήσεων.

 
 

χρήσιμες πληροφορίες - κλινικο εργαστηριακη συσχετιση

 

Μάζες με εν τω βάθει εντόπιση, διηθητική ανάπτυξη και μεγάλο μέγεθος είναι συνήθως κακοήθεις ενώ μικρές περίγραπτες επιπολής μάζες αντιστοιχούν σε καλοήθεις συνήθως εξεργασίες.
Το καλόηθες λίπωμα απαντά κυρίως σε ενήλικες ηλικίας άνω των 30 ετών και αποτελεί το 50% του συνόλου των νεοπλασμάτων των μαλακών μορίων. Παρουσιάζεται με τη μορφή μαλακού, ανώδυνου, αργά αναπτυσσόμενου, υποδόριου ή ενδομυϊκού ογκιδίου, το οποίο σπάνια φτάνει σε μέγεθος τα 10 εκ. Τοπική υποτροπή παρατηρείται στο 1-2% των περιπτώσεων. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το φυσιολογικό υποδόριο λιπώδη ιστό, το πλειόμορφο λίπωμα και το καλά διαφοροποιημένο λιποσάρκωμα.
     Το καλά διαφοροποιημένο λιποσάρκωμα απαντά συνήθως σε ενήλικες ηλικίας 50-70 ετών. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει τη λιπονέκρωση και το λίπωμα. Η διάγνωσή του πρέπει να τίθεται κατόπιν προσεκτικής συνεκτίμησης με τα λοιπά κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα.
     Το πλειόμορφο λιποσάρκωμα αποτελεί λιγότερο από το 5% του συνόλου των λιποσαρκωμάτων. Απαντά συνήθως στα άκρα και έχει κακή πρόγνωση. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το κακόηθες ινώδες ιστιοκύττωμα.
     Το ενδομυϊκό μύξωμα παρουσιάζεται με τη μορφή ανώδυνου, αργά αναπτυσσόμενου, περίγραπτου ογκιδίου, συνήθως σε άτομα ηλικίας 30-70 ετών. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το γάγγλιο, το παρααρθρικό μύξωμα, το χαμηλής κακοήθειας λιποσάρκωμα, το μυξοειδές ή στρογγυλοκυτταρικό λιποσάρκωμα και το χόρδωμα.
Το μυξοινοσάρκωμα απαντά στα άκρα ηλικιωμένων ασθενών, ηλικίας συνήθως 60-80 ετών. Προσβάλλει κυρίως το χόριο. Το 54% των περιπτώσεων υποτροπιάζουν τοπικά ανεξαρτήτως του βαθμού κακοηθείας τους. Μόνο τα πολύ υψηλού βαθμού κακοήθειας μυξοινοσαρκώματα παρουσιάζουν την τάση να χορηγούν μεταστάσεις σε πνεύμονες, οστά και λεμφαδένες.
Το μυξοειδές και το στρογγυλοκυτταρικό λιποσάρκωμα απαντούν σε άτομα ηλικίας 30-50 ετών, κυρίως στα κάτω άκρα και μάλιστα στο μηρό.
     λιποβλάστωμα είναι ένα σπάνιο νεόπλασμα που προσβάλλει  κυρίως παιδιά ηλικίας μικρότερης των 3 ετών. Απαντά συχνότερα στα κάτω άκρα με τη μορφή περίγραπτης, αργά αναπτυσσόμενης μάζας. Σπάνια παρουσιάζει τοπική υποτροπή. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το μυξοειδές λιποσάρκωμα.
Το χόρδωμα έχει μια μακροχρόνια, ελεύθερη συμπτωμάτων εξέλιξη με πολλαπλές τοπικές υποτροπές και σπάνιες μεταστάσεις. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το βλεννώδες αδενοκαρκίνωμα και το μυξοθηλώδες επενδύμωμα.
Το εξωσκελετικό μυξοειδές χονδροσάρκωμα είναι μια ανώδυνη, αργά αναπτυσσόμενη εξεργασία που απαντά σε ενήλικες ηλικίας άνω των 35 ετών. Προσβάλλει συνήθως τα κάτω άκρα. Παρουσιάζει καθυστερημένη τοπική υποτροπή και μεθίσταται στο 40-50% των περιπτώσεων μετά από μια δεκαετία.
Το λειομυοσάρκωμα διακρίνεται σε 4 κλινικές κατηγορίες : το ενδοκοιλιακό, το υποδόριο, το δερματικό και το αγγειακό. Το ενδοκοιλιακό λειομυοσάρκωμα απαντά συνήθως σε ηλικιωμένες γυναίκες και χορηγεί συχνά μεταστάσεις στον πνεύμονα και το ήπαρ. Το υποδόριο λειομυοσάρκωμα προσβάλλει συνήθως τα άκρα (μηρό), είναι επώδυνο και δείχνει μια ελαφρά προτίμηση για τα άρρενα άτομα. Το αγγειακό λειομυοσάρκωμα απαντά δίπλα στην κάτω κοίλη ή σε άλλες μεγάλες φλέβες του κάτω άκρου, σε ηλικιωμένους ενήλικες. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το λειομύωμα. Ως γενική αρχή ισχύει ότι όλοι οι εν τω βάθει όγκοι από λείες μυϊκές ίνες (εκτός εάν προσφύονται στη μήτρα) πρέπει να θεωρούνται κακοήθεις μέχρις αποδείξεως του εναντίου.
Το σβάννωμα είναι καλοήθης όγκος των νευρικών ελύτρων που προσβάλλει συνήθως ενήλικες. Συνήθως είναι επώδυνο κατά την παρακέντηση. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει καλοήθεις και κακοήθεις εξεργασίες νευρογενούς προέλευσης.
Ο κακοήθης περιφερικός όγκος των νευρικών ελύτρων αναπτύσσεται συχνότερα σε άτομα που πάσχουν από νευρινωμάτωση. Απαντά συνήθως στα άκρα ενώ σπανιότερα προσβάλλει τον κορμό, την κεφαλή και τον τράχηλο. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει ένα καλοήθη όγκο των νευρικών ελύτρων, ένα συνοβιακό σάρκωμα και ένα ατρακτοκυτταρικό καρκίνωμα.
Το συνοβιακό σάρκωμα προσβάλλει συνήθως άτομα ηλικίας 10-35 ετών και αποτελεί το 10% του συνόλου των σαρκωμάτων των μαλακών μορίων. Συνήθως προσβάλλει τα κάτω άκρα και ιδιαίτερα το μηρό. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το λειομυοσάρκωμα, τον κακοήθη περιφερικό όγκο των νευρικών ελύτρων, το σάρκωμα Ewing και ένα μεταστατικό κακρίνωμα.
Το προβάλλον δερματοινοσάρκωμα είναι ένας αργά αναπτυσσόμενος όγκος του χορίου και του υποδορίου, ο οποίος μπορεί να υπάρχει 5 ή και περισσότερα χρόνια προτού να τεθεί η αρχική διάγνωση.Συνήθως απαντά στον κορμό και τα άνω άκρα. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το δερματοίνωμα, την ουλή, την οζώδη υμενίτιδα, ένα όγκο των λείων μυϊκών ινών και έναν όγκο των νευρικών ελύτρων.
Ο φλεγμονώδης μυοινοβλαστικός όγκος απαντά στην παιδική και εφηβική ηλικία, κυρίως στον πνεύμονα και το ήπαρ. Παρουσιάζειποσοστό τοπικής υποτροπής 10-25% και χορήγησης μεταστάσεων λιγότερο από 5%.
Το νευροβλάστωμα αποτελεί τον τρίτο συχνότερο καρκίνο της παιδικής και τον συχνότερο καρκίνο της νεογνικής ηλικίας. Οι περισσότερες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται πριν από την ηλικία των 5 ετών.
Το εξωσκελετικό σάρκωμα Ewing αποτελεί το 6% των παιδικών σαρκωμάτων. Προσβάλλει επίσης εφήβους και νεαρούς ενήλικες ηλικίας 10-30 ετών. Παρουσιάζεται με τη μορφή ταχέως αναπτυσσόμενης, επώδυνης  μάζας η οποία εντοπίζεται συνήθως στην παρασπονδυλική περιοχή του κορμού. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το ραβδομυοσάρκωμα, το συνοβιακό σάρκωμα και το μικροκυτταρικό καρκίνωμα.
Ο δεσμοπλαστικός στρογγυλοκυτταρικός όγκος προσβάλλει συνήθως τους ορογόνους. Συνήθως παρουσιάζει ενδοκοιλιακή εντόπιση. Απαντά συνήθως σε άρρενα άτομα ηλικίας 15-35 ετών.
Το ραβδομυοσάρκωμα αποτελεί το 60% των σαρκωμάτων της παιδικής ηλικίας. Κυτταρολογική διάκριση ανάμεσα στο εμβρυϊκό και το κυψελιδικό τύπο δεν είναι εφικτή. Το κυψελιδικό ραβδομυοσάρκωμα απαντά σε παιδιά μεγαλύτερης σχετικά ηλικίας και σε εφήβους, προσβάλλει δε συνήθως την κεφαλή, τον τράχηλο και το ουρογεννητικό σύστημα.
Το εξωσκελετικό μεσεγχυματικό χονδροσάρκωμα αποτελεί το 20-30% του συνόλου των χονδροσαρκωμάτων. Προσβάλλει συνήθως εφήβους και νεαρούς ενήλικες, απαντά δε κυρίως στον οφθαλμό, τις μήνιγγες και τα κάτω άκρα.
Το επιθηλιοειδές σάρκωμα είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο νεόπλασμα των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων. Προσβάλλει συνήθως την άκρα χείρα και τον άκρο πόδα, με τη μορφή επιδερμιδικής ή υποδόριας, αργά αναπτυσσόμενης, πιθανά επώδυνης ή εξελκωμένης μάζας. Ηκυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει ένα μεταστατικό κακρίνωμα, το συνοβιακό σάρκωμα, το επιθηλιοειδές αιμαγγειοενδοθηλίωμα, το επιθηλιοειδές αγγειοσάρκωμα, το μεταστατικό κακόηθες μελάνωμα και μια κοκκιωματώδη φλεγμονή.
Το κακόηθες μελάνωμα των μαλακών μορίων (διαυγοκυτταρικό σάρκωμα) αποτελεί λιγότερο από το 1% του συνόλου των σαρκωμάτων των μαλακών μορίων. Παρουσιάζεται με τη μορφή αργά αναπτυσσόμενης, συχνά επώδυνης μάζας των εν τω βάθει ιστών στα άκρα. Σχεδόν ποτέ δεν ξεπερνά σε μέγεθος τα 5 εκ. Σχεδόν πάντα προσβάλλει άτομα ηλικίας 20-40 ετών. Υποτροπιάζει συχνά, εκτός αν επιλεχθεί ως θεραπεία ο ακρωτηριασμός. Η κυτταρολογική διάγνωση περιλαμβάνει το μεταστατικό μελάνωμα.
Το κυψελιδικό σάρκωμα των μαλακών μορίων αποτελεί λιγότερο από το 1% του συνόλου των σαρκωμάτων των μαλακών μορίων. Προσβάλλει μεγάλους εφήβους και μικρούς ενήλικες, συνήθως γυναικείου φύλου. Πρόκειται για μια ανώδυνη, αργά αναπτυσσόμενη μάζα, η οποία συνήθως προσβάλλει το κάτω άκρο και ιδιαίτερα την πρόσθια μηριαία χώρα. Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει το νεφροκυταρικό καρκίνωμα, το παραγαγγλίωμα και τον κοκκιοκυτταρικό όγκο.
Το επιθηλιοειδές αιμαγγειοενδοθηλίωμα απαντά αποκλειστικά σε ενήλικες ηλικίας άνω των 30 ετών. Συχνά είναι πολυεστιακό, ενώ σπάνια μπορεί να χορηγήσει μεταστάσεις. Η κυτταρολογική διάγνωση περιλαμβάνει το μεταστατικό κακρίνωμα, το μελάνωμα, το επιθηλιοειδές σάρκωμα και το αγγειοσάρκωμα.
Το επιθηλιοειδές αγγειοσάρκωμα προσβάλλει κυρίως μεσήλικες άνδρες. Πρόκειται για ταχέως αναπτυσσόμενο όγκο των εν τω βάθει μαλακών μορίων.
Ο κοκκιοκυτταρικός όγκος απαντά συνήθως στον κορμό και τη γλώσσα μεσήλικων ατόμων. Είναι αργά αναπτυσσόμενος και απαντά συνήθως σε γυναίκες. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει τη λιπονέκρωση, τη νόσο του Whipple, το ραβδομύωμα, το κυψελιδικό σάρκωμα των μαλακών μορίων και το κοκκιοκυταρικό νεφρικό καρκίνωμα.
Το αγγειωματώδες κακόηθες ινώδες ιστιοκύττωμα είναι μια αργά αναπτυσσόμενη, συνήθως υποδόρια μάζα που απαντά στα άκρα παιδιών, εφήβων και νεαρών ενηλίκων.
Τα πτωχά διαφοροποιημένα σαρκώματα μπορεί να αφορούν ένα πτωχής διαφοροποίησης λιποσάρκωμα, χονδροσάρκωμα ή χόρδωμα. Και στις τρεις περιπτώσεις παρατηρείται ταχεία αύξηση μιας μάζας η οποία είχε παραμείνει σε ένα σταθερό μέγεθος για μακρό χρονικό διάστημα. Η αποδιαφοροποίηση απαντά στο 10% του συνόλου των χονδροσαρκωμάτων και των λιποσαρκωμάτων, συνοδεύεται δε από πολύ επιθετική κλινική πορεία.
Οι ινωματώσεις αναπτύσσονται διηθητικά και μπορούν να υποτροπιάσουν τοπικά, ωστόσο δεν μεθίστανται ποτέ. Από κλινικής άποψης διακρίνονται σε επιπολής και σε εν τω βάθει.
Η ιδιοπαθής οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση περιλαμβάνει στην κυτταρολογική διαφορική της διάγνωση τη νόσο του Hodgkin, ένα μη Hodgkin’s λέμφωμα, ένα καλά διαφοροποιημένο φλεγμονώδες λιποσάρκωμα και τη δεσμοπλαστική αντίδραση του στρώματος. 
Η οζώδης υμενίτιδα διαγιγνώσκεται συνήθως από την κλινική της εικόνα και η παρακέντηση χρησιμεύει απλά στην επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Το ελαστοίνωμα αποτελεί μια σπάνια, πιθανόν αντιδραστικής αρχής εξεργασία, οφειλόμενη σε πολλαπλούς τραυματισμούς μεταξύ της ωμοπλάτης και του θωρακικού τοιχώματος. Συναντάται συνήθως σε ηλικιωμένες γυναίκες με τη μορφή αργά αναπτυσσόμενης μάζας που προσφύεται στο περιόστεο των πλευρών.

 
 
 
 

ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ

Εξετάσεις Alpha Prolipsis

Απαντήσεις εντός 24 ωρών από την παραλαβή του δείγματος