Οι κύριοι καρκινικοί δείκτες για τον καρκίνο του μαστού είναι οι CA 15-3 και CA 27.29, οι οποίοι χρησιμοποιούνται κυρίως για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία και την ανίχνευση υποτροπής σε ασθενείς με ήδη διαγνωσμένο καρκίνο, ιδιαίτερα στα μεταστατικά στάδια. Ο δείκτης CEA μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί, αν και είναι λιγότερο ειδικός και αυξάνεται και σε άλλες καταστάσεις, όπως οι φλεγμονές ή το κάπνισμα. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εξέταση γενικού ελέγχου (screening) στον υγιή πληθυσμό, καθώς τα επίπεδά τους μπορεί να μην είναι αυξημένα στα αρχικά στάδια.
Βασικοί καρκινικοί δείκτες μαστού
- CA 15-3 και CA 27.29:
- Αυξάνονται σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού, ειδικά σε περιπτώσεις μετάστασης.
- Χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση της θεραπείας και την ανίχνευση υποτροπής.
- Μπορεί να βρεθούν αυξημένα και σε άλλες καταστάσεις, όπως καλοήθεις παθήσεις του μαστού ή άλλους τύπους καρκίνου.
- CEA (Καρκινοεμβρυονικό Αντιγόνο):
- Επίσης χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση καρκίνου του μαστού και άλλων καρκίνων.
- Τα αυξημένα επίπεδα μπορεί να υποδηλώνουν καρκίνο ή υποτροπή.
- Είναι λιγότερο ειδικός δείκτης, καθώς μπορεί να αυξηθεί σε άλλες καταστάσεις, όπως ηπατίτιδα, κίρρωση, παγκρεατίτιδα ή κάπνισμα.
Σημαντικές διευκρινίσεις
- Οι καρκινικοί δείκτες δεν είναι διαγνωστικοί για την πρόωρη ανίχνευση (screening) στον γενικό πληθυσμό, καθώς μπορεί να μην είναι αυξημένοι στα αρχικά στάδια της νόσου.
- Χρησιμοποιούνται κυρίως για την παρακολούθηση ήδη διαγνωσμένων ασθενών με καρκίνο του μαστού.
- Η αύξηση των επιπέδων μπορεί να υποδηλώνει την εξέλιξη της νόσου, ενώ η μείωσή τους μπορεί να υποδηλώνει ανταπόκριση στη θεραπεία.
- Στην περίπτωση μεταστατικού καρκίνου, η αύξηση των επιπέδων μπορεί να είναι πρώιμος δείκτης υποτροπής, μερικές φορές πριν εμφανιστούν κλινικά συμπτώματα.
- Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων πρέπει πάντα να γίνεται σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα και άλλες διαγνωστικές πληροφορίες.