Τηλέφωνο
210 9756566
Τηλέφωνο
210 6980565
Τηλέφωνο
210 9610982
Τηλέφωνο
210 6444430
Τηλέφωνο
210 6034681
Τηλέφωνο
6977430971

ALPHA PROLIPSIS

Ιατρικά Εργαστήρια - Πολυϊατρεία
Επίλεξε Κατηγορία
ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΟ
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΟ
ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΟ
ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΟ - ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΟ
ΟΥΡΟΛΟΓΙΚΟ
ΓΕΝΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ
ΜΟΡΙΑΚΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
COVID - 19
ΙΑΤΡΙΚΟΣ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΣ
ΤΕΣΤ PAP ΥΓΡΗΣ ΦΑΣΗΣ
ΤΕΣΤ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ HPV
ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΣΤΟΥ
ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ ΘΥΡΟΕΙΔΟΥΣ
ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΥΓΡΩΝ
ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΤΥΕΛΩΝ
ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΟΥΡΩΝ
ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΚΤΟΥ
ΒΙΟΨΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΗ
ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ ΛΕΜΦΑΔΕΝΩΝ
ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ ΔΕΡΜΑΤΙΚΩΝ ΟΓΚΙΔΙΩΝ
ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ ΜΑΣΤΟΥ
ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ ΣΙΕΛΟΓΟΝΩΝ ΑΔΕΝΩΝ
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΑΙΜΑΤΟΥΡΙΑΣ
ΜΟΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

ΤΕΣΤ PAP ΥΓΡΗΣ ΦΑΣΗΣ

Γιατί Να Επιλέξετε το ALPHA PROLIPSIS
Το  Δίκτυο Διαπιστευμένων  Κυτταρολογικών Κέντρων ALPHA PROLIPSIS παρέχει υψηλού επιπέδου ιατρικές υπηρεσίες.
Ανώδυνη δειγματοληψία
Λήψη από εξειδικευμένο προσωπικό-κυτταρολόγους
Άνετοι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι
Απάντηση ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ
On site evaluation για έλεγχο επάρκειας του δείγματος
Διαθέτουμε πιστοποιητικό διαπίστευσης κατά ISO 15189:2012.
Τηρούμε πλήρες  αρχείο πλακιδίων σε βάθος 10ετίας.
Εφαρμόζουμε προγράμματα εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου ποιότητας.
Άμεση εξυπηρέτηση πελατών από άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό.
Διάγνωση εκάστου περιστατικού από τρείς γιατρούς.
Απάντηση με εικόνες από αντιπροσωπευτικές θέσεις

Πλεονεκτήματα της Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης Τρίτης Γενιάς είναι τα ακόλουθα: 

Η μέθοδος είναι διαπιστευμένη και βασίζεται σε έναν πλήρως αυτοματοποιημένο αναλυτή, τον CS-30. Μέσω αυτού, επιτυγχάνεται η συγκόλληση αντιπροσωπευτικού αριθμού κυττάρων σε μονοεπίπεδη στιβάδα.
Ο αναλυτής CS-30 είναι απόλυτα συμβατός με όλα τα φιαλίδια όλων των άλλων μεθόδων κυτταρολογίας υγρής φάσης.  Αυτή η δυνατότητα ανταποκρίνεται στο αίτημα πολλών γυναικολόγων να χρησιμοποιούν φιαλίδια της επιλογής τους.
Tο μονιμοποιητικό διάλυμα συντήρησης CELL SOLUTIONS CS-30 είναι μη τοξικό, αντιμικροβιακό και σε αντίθεση με τα φιαλίδια των παλαιότερων παρωχημένων μεθόδων κυτταρολογίας υγρής φάσης έχει πολύ μικρότερη περιεκτικότητα σε αιθανόλη. Η χαμηλή περιεκτικότητα σε αιθανόλη εξασφαλίζει την διατήρηση υψηλού ιϊκού φορτίου, σε περίπτωση που το υλικό του φιαλιδίου χρησιμοποιηθεί για μοριακές εξετάσεις (ανίχνευση και τυποποίηση 49 υποτύπων ιού HPV).
Η κυτταρολογία υγρής φάσης τρίτης γενιάς εξασφαλίζει πολύ υψηλές συγκεντρώσεις ενδοτραχηλικών κυττάρων.
Η κυτταροβρίθεια των πλακιδίων παρακολουθείται με εντελώς αυτοματοποιημένη μέθοδο και να μπορεί να ρυθμιστεί κατάλληλα ανάλογα με την κυτταροβρίθεια εκάστου δείγματος.
Εν περιλήψει , η  τεχνολογία υγρής φάσης τρίτης γενιάς εξασφαλίζει:
-καλύτερη μονιμοποίηση και
-μακροχρόνια συντήρηση του κυτταρολογικού υλικού
-αυξημένη κυτταροβρίθεια επιχρισμάτων
-διατήρηση υψηλού ιικού φορτίου
-δυνατότητα ψηφιακής χαρτογράφησης επιχρισμάτων
-πλήρη αυτοματοποίηση προαναλυτικής διαδικασίας

Το τεστ Pap πρέπει να γίνεται σε όλες τις γυναίκες που έχουν σεξουαλικές επαφές.
Το τεστ Pap πρέπει να επαναλαμβάνεται ετησίως (συμβατικό τεστ Pap) ή ανά διετία (τεστ Pap Υγρής Φάσης).
Μετά την ηλικία των 30 ετών, γυναίκες που έχουν 3 διαδοχικά φυσιολογικά τεστ Pap, μπορεί να εξετάζονται ανά 2-3 έτη, εκτός αν υπάρχει αντίθετη κλινική ένδειξη (προσβολή από τον ιό HIV ή καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος).
Μετά την ηλικία των 70 ετών, γυναίκες που έχουν 3 ή περισσότερα διαδοχικά φυσιολογικά και κανένα παθολογικό τεστ Pap, μπορούν να επιλέξουν να σταματήσουν την προληπτική λήψη κολποτραχηλικού  επιχρίσματος.
Σε περίπτωση που υπάρχει ιστορικό ολικής υστερεκτομής, η λήψη κολποτραχηλικών επιχρισμάτων πρέπει να συνεχίζεται μόνο εάν η διάγνωση αφορούσε καρκινικές ή προκαρκινικές αλλοιώσεις του τραχήλου της  μήτρας.
Σε περίπτωση που υπάρχει ιστορικό υστερεκτομής με διατήρηση του τραχήλου, η λήψη κολποτραχηλικών επιχρισμάτων πρέπει να συνεχίζεται κανονικά μέχρι και την ηλικία των 70 ετών.
Γυναίκες ηλικίας άνω των 30 ετών με τρία διαδοχικά φυσιολογικά τεστ Pap, μπο- ρεί να ελέγχονται περιοδικά με τεστ Pap ανά 2-3 έτη, εκτός αν συντρέχουν ιδιαί- τεροι λόγοι (ανοσοκαταστολή, θετικό HPV DNA  τεστ).
To HPV DNA τεστ ενδείκνυται σε γυναίκες ηλικίας άνω των 30 ετών, με συχνότητα 1 φορά ανά 3 έτη, μαζί με το τεστ Pap.
Γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε εμβολιασμό για τον ιό HPV πρέπει να συνεχίσουν να ελέγχονται περιοδικά με τεστ Pap.
Το κυτταρολογικό κέντρο ΑLPHA PROLIPSIS εγκατέστησε και χρησιμοποιεί πρώτο στην Ελλάδα την αυτοματοποιημένη μέθοδο Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης BEST PREP CELL SOLUTIONS της ΜΕΝΑΡΙΝΙ με σκοπό την πραγματική αναβάθμιση της ποιότητας του τεστ Παπανικολάου.
Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα των φιαλιδίων κυτταρολογίας υγρής φάσης τρίτης γενιάς  σε σύγκριση με τα φιαλίδια παλαιότερων παρωχημένων μεθόδων κυτταρολογίας υγρής φάσης είναι η ικανότητά τους να διατηρούν σε πολύ υψηλά επίπεδα το ιϊκό φορτίο του ιού HPV , με αποτέλεσμα την ευχερή και ακριβή ανίχνευση και τυποποίηση του ιού των ανθρωπίνων κονδυλωμάτων.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της μεθόδου, πέρα από τα πολύ υψηλά στάνταρ αξιοπιστίας και διαγνωστικής ευαισθησίας που διαθέτει, είναι η απόλυτη συμβατότητά της με αναλώσιμα παλαιότερων μεθόδων κυτταρολογίας υγρής φάσης
Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται απόλυτα η ελεύθερη επιλογή αναλωσίμων από τους ιατρούς -συνεργάτες μας χωρίς περιττές και συχνά κοστοβόρες οικονομικές σχέσεις εξάρτησης από μία αποκλειστικά προμηθεύτρια εταιρεία.
Eνημερωθείτε για τις ειδικές τιμές αναλωσίμων που έχουμε εξασφαλίσει από διάφορες εταιρείες για τους ιατρούς συνεργάτες μας στο τηλ 210 6980565.
Συνοπτικά το τεστ Παπανικολάου αποτελεί παγκοσμίως την απλούστερη, ταχύτερη και ασφαλέστερη μέθοδο πρόληψης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, η οποία στα χέρια έμπειρου και εξειδικευμένου στον τομέα αυτόν κυτταρολόγου εμφανίζει μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια .  Η εμπειρία του κυτταρολόγου στην ερμηνεία του τεστ Παπ είναι πολύ σημαντική. Αυξανόμενης της εμπειρίας, αυξάνεται η διαγνωστική ακρίβεια της μεθόδου. Το ιατρικό προσωπικό του Κυτταρολογικού Τμήματος του ALPHA PROLIPSIS έχει 10ετή εμπειρία τόσο στη διενέργεια  όσο στην ερμηνεία των ευρημάτων και τη διάγνωση, με μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και δημοσιεύσεων σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά

Για την εξασφάλιση της βέλτιστης αναπαραγωγιμότητας και αξιοπιστίας, όλες οι εξετάσεις μικροσκοπούνται από τρεις διαφορετικούς ιατρούς κυτταρολόγους.  Επιπλέον για την εξασφάλιση ιχνηλασιμότητας, όλες οι απαντήσεις συνοδεύονται από εικόνες αντιπροσωπευτικών θέσεων και σχολιασμό αυτών.
Στο Εργαστήριό μας εφαρμόζεται η πλέον σύγχρονη Διαγνωστική Ταξινόμηση σύμφωνα με το Σύστημα Bethesda 2014

Συμβουλές Υγείας 

Τι είναι το τεστ Παπανικολάου;

 

Τεστ Παπανικολάου ονομάζεται μια κυτταρολογική εξέταση. Ένας έλεγχος των κυττάρων στην γενετική περιοχή. Οι πληροφορίες που μας δίνει είναι σε τι κατάσταση βρίσκονται τα κύτταρα που έχουμε ελέγξει. Είναι μια βασική εξέταση χαμηλού κόστους, που ελέγχει μεγάλες μάζες πληθυσμού. Φθηνή, σύντομη και απλή διαδικασία.

Τι Δεν είναι το τεστ Παπανικολάου;

Το τεστ ΔΕΝ είναι μέθοδος γιά να ανιχνευθούν μικρόβια στον κόλπο (κολπίτις), ΔΕΝ χρησιμεύει γιά να βρεθούν σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, ΔΕΝ χρησιμεύει γιά να βρεθεί η αιτία πόνων «χαμηλά», ΔΕΝ ελέγχει γιατί δεν είναι τακτική η περίοδος, ΔΕΝ βρίσκει των καρκίνο των ωοθηκών ή του ενδομητρίου, ΔΕΝ βρίσκει ινομυώματα, ΔΕΝ βρίσκει κύστεις στις ωοθήκες, ΔΕΝ βρίσκει αν είστε έγκυος κλπ. Για όλες αυτές τις καταστάσεις υπάρχουν ειδικές εξετάσεις που ο Γυναικολόγος θα σας προτείνει.

Σε ποιες ηλικίες γίνεται κάθε εξέταση Τεστ Παπ ;

Ειδικά το Τεστ ΠΑΠ πρέπει να γίνεται σε όλες τις γυναίκες με ενεργό σεξουαλική ζωή. Η εξέταση πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, ακόμα και σε γυναίκες που βρίσκονται σε εμμηνόπαυση.

Πόσο επώδυνη είναι αυτή η εξέταση ;
 

Καθόλου. Σε κέντρα με έμπειρο προσωπικό, όπως το δικό μας, η λήψη τεστ ΠΑΠ είναι εντελώς ανώδυνη και χωρίς επιπλοκές.

Πόση ώρα διαρκεί η λήψη;

Σχεδόν 1-2 λεπτά.

Πόσο κοστίζει το τεστ ΠΑΠ ;

Στο κέντρο μας , το συμβατικό Τεστ ΠΑΠ κοστίζει 15 ευρώ και το Tεστ Παπ Υγρής φάσης 25 ευρώ .

Ποια η διαφορά ανάμεσα στο συμβατικό τεστ Παπ και το Tεστ Παπ Υγρής φάσης;

Ενώ το συμβατικό ΤΕΣΤ ΠΑΠ είναι η εξέταση εκλογής για γυναίκες χωρίς ιστορικό προσβολής από τον ιο HPV, το Tεστ Παπ Υγρής φάσης προτείνεται σε γυναίκες με ιστορικό ιογενούς ΗPV προσβολής ή δυσπλασίας στον τράχηλο, με σκοπό τη λήψη περισσότερου υλικού, ειδικά στις περιπτώσεις που θα απαιτηθούν ειδικές μοριακές εξετάσεις (τυποποίηση HPV, ανίχνευση χλαμυδίων, κλπ).

Χρειάζεται κάποια ειδική προετοιμασία ;

Τα τελευταία δύο 24ωρα πριν το τεστ πρέπει να αποφεύγετε:
✓τις κολπικές πλύσεις
✓τη χρήση ταμπόν ή κολπικών φαρμακευτικών σκευασμάτων
✓την σεξουαλική επαφή, καθώς μπορεί μπορεί να προκαλέσει ασαφή αποτελέσματα.

Απαιτείται κάποια προετοιμασία για το τεστ Παπανικολάου;
 

Όπως περιγράψαμε, γίνεται συλλογή κυττάρων από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας. Για το λόγο αυτό, δεν θα ήταν καλό να ληφθεί το τεστ τις ημέρες της έμμηνης ρύσης, αφού το αίμα της περιόδου θα έχει συμπαρασύρει κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου. Είναι αυτονόητο, ότι η γυναίκα δεν πρέπει να κάνει κολπικές πλύσεις ή να χρησιμοποιήσει κολπικά gel και κρέμες, τις προηγούμενες 48 ώρες. Επίσης, θα ήταν καλό, να μην έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή το προηγούμενο 24ωρο.

Πότε είναι η καλύτερη ημέρα για να κάνω το τεστ Παπ ;
 

Το Pap test δεν πρέπει να γίνεται, κατά τη διάρκεια της έμμηνου ρύσεως.
Η καλύτερη στιγμή για να προγραμματίσετε την εξέταση είναι μεταξύ 10ης και 13ης ημέρας μετά την έναρξη της περιόδου σας.

«Άτυπα κύτταρα»: ποιο είναι το επόμενο βήμα;

Σε κάθε τέτοια περίπτωση η ασθενής πρέπει να συμβουλεύεται το γυναικολόγο της. Εκείνος είναι σε θέση να αξιολογήσει ποιο είναι το επόμενο διαγνωστικό βήμα για την ασθενή του. Εάν ο γιατρός σας υποψιάζεται ότι μπορεί να υποκρύπτεται προκαρκινική αλλοίωση ή και καρκίνος, ο περαιτέρω έλεγχος που θα σας συστήσει, συνήθως περιλαμβάνει κολποσκόπηση με ή χωρίς βιοψίες. Σε μερικές περιπτώσεις, με αμφίβολα κυτταρολογικά ευρήματα (άτυπα κύτταρα, κατηγορία «ASCUS») γίνεται αναζήτηση του DNA των HPV υψηλού κινδύνου (HPV test). Η τελική διάγνωση θα προκύψει από τη μελέτη των αποτελεσμάτων όλων των εξετάσεων (τεστ Παπανικολάου, κολποσκόπηση, ιστολογική εξέταση των βιοψιών και αποτελέσματα μοριακού ελέγχου). Η απόφαση για παρακολούθηση ή για θεραπεία αλλά και η επιλογή μεθόδου θεραπείας θα εξαρτηθεί από την τελική διάγνωση αφού ληφθεί υπόψιν και το ιστορικό της συγκεκριμένης ασθενούς (εξατομίκευση αντιμετώπισης σε κάθε γυναίκα).

ASC: Τι σημαίνει

Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει τα ASCUS και ASC-H. Σε κάποια κύτταρα από πλακώδες επιθήλιο βρίσκεται ατυπία, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η σοβαρότητα και η βαρύτητά της. Εάν δοθεί θετικό αποτέλεσμα ASCUS πιθανολογούνται ελαφρύτερες αλλοιώσεις, ενώ η ταξινόμηση του τεστ ως ASC-H σημαίνει, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη σοβαρότερης αλλοίωσης. Περίπου 3-10% του συνόλου των τεστ Παπανικολάου ταξινομούνται σε αυτές τις δύο κατηγορίες. Σε πολλές μελέτες, μετά τον τελικό έλεγχο (κολποσκόπηση με ή χωρίς βιοψία και αναζήτηση HPV-DNA) έχει αποδειχθεί, ότι: 50-60% των γυναικών δεν έχουν κανένα πρόβλημα, 40-50% έχουν μόλυνση από HPV. Στις μισές από αυτές δεν υπάρχουν αλλοιώσεις στους ιστούς. Οι άλλες μισές, σχεδόν, κατατάσσονται στην κατηγορία των CIN-1, ενώ ένα 6-8% των περιπτώσεων αποδεικνύεται, ότι έχει τελικά CIN-2 ή 3. Επίσης, έχει παρατηρηθεί, ότι σε σύνολο περίπου 1.000 τεστ αυτής της κατηγορίας, ανευρίσκεται τελικά και ένας καρκίνος.

LSIL: Τι σημαίνει

Αλλοιώσεις χαμηλού βαθμού ανευρίσκονται στο 1-3% των τεστ στο γενικό πληθυσμό και σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά, εάν επικεντρωθούμε στις μικρότερες ηλικίες. Όμως, ενώ σε γυναίκες μικρότερης ηλικίας των 21 ετών, ένα τεστ LSIL δεν έχει βαρύνουσα σημασία, σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας πρέπει να διερευνάται οπωσδήποτε. Εάν ελέγξουμε με κολποσκόπηση και βιοψία όλες τις γυναίκες των οποίων τα τεστ Παπανικολάου έδειξαν LSIL, θα βρούμε, ότι η τελική διάγνωση είναι HSIL σε ποσοστά που κυμαίνονται από 10-18%. Τα μικρότερα ποσοστά αφορούν στις νεαρότερες γυναίκες, ενώ τα υψηλότερα αφορούν στην ομάδα άνω των 35 ετών. Επομένως, αξίζει να ελέγχονται περαιτέρω οι ασθενείς με διάγνωση LSIL με το τεστ Παπανικολάου (το επόμενο βήμα είναι η κολποσκόπηση).

ΗSIL: Τι σημαίνει

Στο γενικό πληθυσμό βρίσκουμε αυτό το αποτέλεσμα στα τεστ, σε μικρά ποσοστά (0,3-0,8%). Στον περαιτέρω έλεγχο (κολποσκόπηση), που οπωσδήποτε πρέπει να γίνει στην κατηγορία αυτή, συνήθως ανευρίσκονται αλλοιώσεις υψηλού βαθμού. Σε λίγες περιπτώσεις η τελική διάγνωση είναι LSIL (αφορούν συνήθως περιπτώσεις που υπερεκτιμήθηκαν στην κυτταρολογική εξέταση). Όμως, υπάρχουν και λίγες περιπτώσεις, στις οποίες το τεστ έδειξε HSIL και μετά τον έλεγχο, η τελική διάγνωση είναι διηθητικός καρκίνος (1-4%). Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε γυναίκες μεγαλύτερες των 30 ετών, όταν έχουμε HSIL στο τεστ Παπανικολάου.

AGUS: Τι σημαίνει

Ατυπία από αδενικά κύτταρα, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια στο τεστ Παπανικολάου, ανευρίσκεται σε ποσοστά 0,2-0,8% στο γενικό πληθυσμό. Σε 50-70% από αυτές τις περιπτώσεις, ο τελικός έλεγχος θα αποδείξει, ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και ήταν μια απλή υπερεκτίμηση. Όμως, στο μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων γυναικών, ο περαιτέρω έλεγχος θα δείξει κατά σειρά συχνότητας: HSIL, αδενοκαρκίνωμα in situ (μη μεταστατικό) και διηθητικό καρκίνο (σε λίγες περιπτώσεις). Όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος. Υπάρχουν περιπτώσεις (αφορούν συνήθως γυναίκες μεγαλύτερες των 35 ετών), στις οποίες ο γιατρός θα ζητήσει να ελέγξει και το ενδομήτριο, εκτός από τον τράχηλο, για το φόβο αδενοκαρκινώματος του ενδομητρίου.

Τι διαφορά έχει το τεστ Παπανικολάου από τη κολποσκόπηση και τη βιοψία;

Στο τεστ Παπανικολάου συλλέγουμε ένα δείγμα κυττάρων από ολόκληρη την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας και από τον ενδοτραχηλικό σωλήνα. Εάν αργότερα στην εξέταση των κυττάρων αυτών στο μικροσκόπιο ο γιατρός βρει κάποια άτυπα κύτταρα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή θέση από την οποία προέρχονται. Η βιοψία προσφέρει ακριβή διάγνωση αλλά με μια προϋπόθεση: Να ληφθεί από το σωστό σημείο. Για να πάρουμε βιοψία από τη σωστή περιοχή πρέπει να γίνει κολποσκόπηση. Ο γιατρός που θα κάνει την κολποσκόπηση πρέπει να είναι εξειδικευμένος. Εάν δεν είναι, μπορεί να πάρει βιοψία από λάθος περιοχή και τα αποτελέσματα να είναι παραπλανητικά.

Τι διαφορά έχει το τεστ Παπανικολάου από τη βιοψία;

Στο τεστ Παπανικολάου συλλέγουμε ένα τυχαίο δείγμα κυττάρων από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας και από τον ενδοτραχηλικό σωλήνα. Εάν, αργότερα, στην εξέταση των κυττάρων αυτών στο μικροσκόπιο, ο γιατρός βρει κάποια άτυπα κύτταρα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή θέση από την οποία προέρχονται. Η βιοψία προσφέρει ακριβή διάγνωση, αλλά με μια προϋπόθεση: να ληφθεί το δείγμα από το σωστό σημείο. Για να πάρουμε δείγμα από τη σωστή περιοχή πρέπει να γίνει κολποσκόπηση. Ο γιατρός, που θα κάνει την κολποσκόπηση, πρέπει να είναι εξειδικευμένος. Εάν δεν είναι, μπορεί να πάρει δείγμα από λάθος περιοχή και τα αποτελέσματα να είναι παραπλανητικά. Στην ιατρική ορολογία, εάν υπάρχει κάποιο πρόβλημα και η εξέταση που κάναμε δεν το δείξει, τότε η εξέταση λέγεται ψευδώς αρνητική. Έχει αποδειχθεί, ότι τα περισσότερα ψευδώς αρνητικά τεστ Παπανικολάου οφείλονται σε κακή λήψη. Λιγότερες φορές φταίει η κακή επίστρωση και προπαρασκευή του πλακιδίου και σπανιότερα η λανθασμένη διάγνωση κατά την εξέταση στο μικροσκόπιο. Έχει αποδειχθεί, ότι η καλύτερη λήψη για τεστ Παπανικολάου γίνεται από εξειδικευμένους γιατρούς (κυτταρολόγους και γυναικολόγους).

Ποιός ιατρός κάνει το τεστ Παπανικολάου;

Είναι μια εξέταση στην οποία συνεργάζονται δύο ιατρικές ειδικότητες. Ο Γυναικολόγος κάνει τη λήψη κατά την διάρκεια της γυναικολογικής εξέτασης. Ο Κυτταρολόγος εξετάζει το δείγμα στο μικροσκόπιο και γράφει την έκθεση με το αποτέλεσμα. Την έκθεση πρέπει να δει ο Γυναικολόγος, ο οποίος θα συνεκτιμήσει την κλινική εικόνα που είχε δει και θα συμβουλεύσει την ασθενή για πρόσθετες εξετάσεις αν χρειάζονται, πιθανή θεραπεία ή πότε να έλθει για επανέλεγχο.

Γιατί να κάνω τεστ Παπανικολάου;

Τακτικά τεστ Παπανικολάου (Παπ τεστ / Pap test) συμβάλλουν στην πρόληψη του καρκίνου της μήτρας. Τα κύτταρα του τράχηλου της μήτρας μπορεί να εξελίσσονται χωρίς να υπάρχουν συμπτώματα ή πόνος. Ακόμα και μικρές αλλοιώσεις στα κύτταρα μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο αν δεν αντιμετωπιστούν με θεραπεία. Επίσης με το Παπ τεστ ελέγχεται η ορμονική λειτουργία όπως και η χορήγηση ορμονικών σκευασμάτων. Τέλος ανιχνεύονται φλεγμονές του κόλπου ή του τραχήλου (κολπίτιδες, τραχηλίτιδες) καθώς και οι αιτιολογικοί τους παράγοντες (μικρόβια, μύκητες, τριχομονάδες, ιοί κ.ά.)

Πώς γίνεται;

Η λήψη των κυττάρων γίνεται με τον εξής τρόπο: Μπαίνουμε στον κόλπο από όπου αφαιρούμε μια στιβάδα κυττάρων από την περιοχή του κόλπου. Μια άλλη στιβάδα από το επίπεδο του τραχήλου της μήτρας, από την εξωτερική του επιφάνεια. Και τρίτον, μία τελευταία στιβάδα κυττάρων, που λαμβάνεται με ένα ειδικό βουρτσάκι, από την εσωτερική περιοχή του τραχήλου, την ενδοτράχηλο.

Σε ποια ηλικία πρέπει να ξεκινήσει το τεστ μια γυναίκα και πότε μπορεί να σταματήσει;
 

Το τεστ πρέπει να ξεκινήσει 8 με 12 μήνες μετά την πρώτη σεξουαλική δραστηριότητα. Αν δηλαδή μια γυναίκα έχει την πρώτη της επαφή στα 14, στα 15 της χρόνια πρέπει να ξεκινήσει να κάνει την εξέταση Παπανικολάου. Αν έχει την πρώτη της σεξουαλική επαφή στα 28 της, στα 29 της χρόνια πρέπει να κάνει τεστ ΠΑΠ. Αν αυτή η επαφή γίνει στα 40, τότε το τεστ πρέπει να γίνει στα 41.
Μια γυναίκα πρέπει να κάνει εξέταση κάθε χρόνο, όσο είναι σεξουαλικά ενεργή. Όταν μια γυναίκα είναι στην εμμηνόπαυση για αρκετά χρόνια, δεν αλλάζει συντρόφους, αλλά έχει σεξουαλική επαφή, μπορεί να μεταφέρει το τεστ Παπ στη διετία. Αν δεν έχει επαφή και είναι πολλά χρόνια στην εμμηνόπαυση, δηλαδή είναι σε ηλικία 75-80 ετών, εκεί θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να πραγματοποιείται το τεστ Παπ.
 

Απαιτείται κάποια προετοιμασία πριν το τεστ Παπανικολάου;

Όπως περιγράψαμε, γίνεται συλλογή κυττάρων από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας. Για το λόγο αυτό, δεν θα ήταν καλό να ληφθεί το τεστ τις ημέρες της έμμηνης ρύσης, αφού το αίμα της περιόδου θα έχει συμπαρασύρει κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου. Είναι αυτονόητο, ότι η γυναίκα δεν πρέπει να κάνει κολπικές πλύσεις ή να χρησιμοποιήσει κολπικά gel και κρέμες, τις προηγούμενες 48 ώρες. Επίσης, θα ήταν καλό, να μην έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή το προηγούμενο 24ωρο.

Γιατί θα έπρεπε να ζητήσω το Παπ τεστ υγρής φάσης;

Το υγρής φάσης είναι η πρώτη πραγματική βελτίωση του τεστ Παπανικολάου από την πρωτοεμφάνισή του πριν 50 χρόνια. Αυτό το νέο εξελιγμένο τεστ ενισχύει την εμπιστοσύνη σας για την πιστότητα της εξέτασης. Αποκτήστε τον έλεγχο του σώματός σας και ζητήστε από το γιατρό σας το υγρής φάσης Παπ τεστ σήμερα.
Με λίγα λόγια το υγρής φάσης PapTest αποτελεί μία σπουδαία καινοτομία στο χώρο της κυτταρολογικής εξέτασης καθώς είναι η πρώτη εξέλιξη του τεστ Παπανικολάου (τεστ Παπ) μετά από έξι δεκαετίες, που συμβάλλει καθοριστικά στη μείωση του ποσοστού του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Σήμερα είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος ελέγχου των γυναικών για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, όντας σημαντικά πιο αποτελεσματικό από το συμβατικό Τεστ Παπ.|
Τον Μάιο του 1996, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) ενέκρινε την καθιέρωση της μεθόδου υγρής φάσης PapTest για να αντικαταστήσει τη συμβατική τεχνική, αναγνωρίζοντας ότι είναι σημαντικά πιο αποτελεσματική στην ανίχνευση τραχηλικών αλλοιώσεων. Σημαντικός αριθμός μελετών έχει μάλιστα επιπλέον επιβεβαιώσει την υπεροχή της μεθόδου υγρής φάσης, όχι μόνο σε ό, τι αφορά τα κολποτραχηλικά δείγματα, μα και σε όλα τα κυτταρολογικά δείγματα.
Η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης (LBC) έχει μεγαλύτερο κόστος από το παραδοσιακό τεστ Παπανικολάου. Έχει δύο πλεονεκτήματα: το πρώτο πλεονέκτημα είναι η καλύτερη εικόνα για τον κυτταρολόγο, κατά τη μικροσκοπική εξέταση, που έχει ως αποτέλεσμα την ανίχνευση περισσότερων LSIL. Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι, ότι το υλικό στο φιαλίδιο διατηρείται στο εργαστήριο και εάν κατά την εξέταση των κυττάρων στο μικροσκόπιο υπάρξει ένδειξη μόλυνσης από HPV ή αμφιλεγόμενη ατυπία, λόγω πιθανής λοίμωξης από ιό (κατηγορία ASCUS), μπορεί να γίνει αναζήτηση του HPV-DNA στο εργαστήριο και να διευκρινιστεί το πρόβλημα, χωρίς να χρειαστεί να έρθει ξανά η γυναίκα στο ιατρείο για λήψη καινούργιου υλικού. Οι μελέτες έχουν δείξει, ότι η τεχνική LBC πλεονεκτεί μόνο στην ανεύρεση περισσότερων LSIL, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντική διαφορά στην ανεύρεση HSIL, που είναι και ο κύριος στόχος μας, ειδικά σε προγράμματα μαζικού ελέγχου.

Χρειάζονται τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες που δεν είναι τώρα ενεργές σεξουαλικά;

Εάν υπήρξε κάποτε μόλυνση από HPV, το τεστ πρέπει να επαναλαμβάνεται, ακόμη και στην περίπτωση, που κάποια γυναίκα δεν είναι τώρα ενεργή σεξουαλικά, για το ενδεχόμενο υποτροπής παλιάς μόλυνσης από HPV.

Μπορεί να γίνει τεστ Παπανικολάου τις ημέρες της περιόδου;

Το τεστ ΔΕΝ μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη φάση της εμμηνορρυσίας, δηλαδή όταν έχουμε περίοδο. Αυτό είναι ευκόλως αντιληπτό, διότι δεν μπορείς να πάρεις κύτταρα από μια περιοχή που αιμορραγεί. Έτσι λοιπόν θα περιμένουμε τη λήξη της περιόδου. Ιδανικός είναι ο χρόνος κοντά στο μέσον του κύκλου. Αν έχουμε έναν φυσιολογικό κύκλο 28 ημερών, πολύ καλός χρονικός ορίζοντας για να κάνουμε ένα τεστ είναι κοντά στην ωοθηλακορηξία. Αυτή την περίοδο ανοίγει ο τράχηλος για να γονιμοποιηθεί το ωάριο και έτσι πολύ πιο εύκολα μπορούμε να προσλάβουμε κάποια κύτταρα από την περιοχή.

Χρειάζονται τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή;
 

Εάν έχει γίνει υφολική (έχει αφαιρεθεί μόνο το σώμα της μήτρας και έχει μείνει ο τράχηλος) και βέβαια χρειάζεται τεστ Παπανικολάου. Εάν η υστερεκτομή έγινε για κακοήθεια, χρειάζεται παρακολούθηση με τεστ Παπανικολάου για το ενδεχόμενο εμφάνισης αλλοιώσεων στον κόλπο. Το ίδιο ισχύει και για περιπτώσεις με ιστορικό προκαρκινικών αλλοιώσεων στον τράχηλο της μήτρας στο παρελθόν (CIN) ή σε κάθε περίπτωση, που έγινε μεν η υστερεκτομή για άλλο λόγο (π.χ. ινομυώματα, αιμορραγίες, ενδομητρίωση), αλλά βρέθηκαν στη βιοψία αλλοιώσεις από HPV στον τράχηλο. Μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που έχει γίνει ολική υστερεκτομή για καλοήθη πάθηση και δεν υπήρξε ιστορικό με αλλοιώσεις από HPV, δεν συνιστάται κυτταρολογικός έλεγχος του κόλπου.

Είμαι πολύ καλά, δεν έχω ενοχλήσεις, δεν έχω υγρά, χρειάζεται να κάνω τεστ Παπανικολάου;
ΝΑΙ. Το τεστ γίνεται ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ, δηλαδή όταν είστε καλά. Αν έχετε κάποια ενόχληση, αν «κάτι δεν πηγαίνει καλά», επισκεφθείτε τον Γυναικολόγο γιά εξέταση, όχι γιά τεστ Παπανικολάου.

Από ποια ηλικία είναι καλό να γίνεται το τεστ Παπανικολάου και μέχρι ποια ηλικία;
Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, η λήψη τεστ πρέπει να αρχίζει από τη ηλικία των 20 ετών και μετά (σε ενεργές σεξουαλικά γυναίκες). Σε γυναίκες μικρότερης ηλικίας, που έχουν αρχίσει σεξουαλικές επαφές και στις οποίες υπάρχουν προβλήματα ανοσοκαταστολής, μπορεί η λήψη του τεστ να αρχίσει νωρίτερα. Σε ατομικό επίπεδο, συνηθίζεται η λήψη τεστ Παπανικολάου να γίνεται μαζί με την ετήσια Γυναικολογική εξέταση. Σε προγράμματα μαζικού ελέγχου για την πρόληψη του καρκίνου της μήτρας έχει αποδειχθεί ότι σε γυναίκες χωρίς ιστορικό CIN θα μπορούσε η λήψη του τεστ Παπανικολάου να γίνεται ανά διετία ή και ανά τριετία. Όμως, αυτό πρέπει να αποφασίζεται από το γιατρό της κάθε γυναίκας, με βάση την ηλικία της, το ιστορικό της και τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου. Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι γυναίκες 65 ετών ή μεγαλύτερες, που είχαν 3 πρόσφατα τεστ χωρίς παθολογία και κανένα παθολογικό τεστ εντός της τελευταίας δεκαετίας, μπορούν να σταματήσουν να ελέγχονται με τεστ Παπανικολάου. Πρέπει να τονίζεται στις γυναίκες αυτές, ότι αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν πρέπει να ελέγχονται κάθε χρόνο για πρόληψη των καρκίνων των ωοθηκών, του ενδομητρίου, του αιδοίου και κυρίως του μαστού. Η ετήσια προληπτική κλινική εξέταση είναι απαραίτητη, όπως και άλλες εξετάσεις, που ενδεχόμενα θα υποδειχθούν από το γιατρό τους (μαστογραφία, υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων κ.ά.).

Ποιές γυναίκες δεν χρειάζεται να κάνουν τεστ Παπανικολάου;
Α) Γυναίκες μετά την ηλικία των 70, που τα τρία τελευταία ετήσια τεστ ήταν φυσιολογικά.
Β) Γυναίκες που έχουν υποστεί ολική υστερεκτομή, αλλά όχι για καρκίνο ή προκαρκινικές βλάβες.

Ποια είναι η αξιοπιστία- ακρίβεια του τεστ Παπανικολάου ;
Όπως σε όλες τις άλλες ιατρικές εξετάσεις, δεν λείπουν και εδώ οι ψευδώς αρνητικές και ψευδώς θετικές απαντήσεις. Πολλές γυναίκες που προσβλήθηκαν από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας είχαν παλαιότερα ένα ή και περισσότερα αρνητικά τεστ Pap. To ποσοστό των ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις διηθητικού καρκίνου ποικίλλει από 16 έως 82%. Η μεγάλη διαφορά στα αναφερόμενα ποσοστά πιθανόν να οφείλεται σε λάθη μεθοδολογίας κατά την ανασκόπηση των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων.
• Το ποσοστό ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις ενδοεπιθηλιακής δυσπλασίας είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς, γιατί συνήθως δεν λαμβάνεται βιοψία από γυναίκες με αρνητικό τεστ Pap. Οι λίγες υπάρχουσες αξιόπιστες σχετικές μελέτες υπολογίζουν τη μέση ευαισθησία του τεστ Pap σε 47% (μεταξύ 30 και 80%) και τη μέση ειδικότητα σε 95% (μεταξύ 86 και 100%).
• Η συμφωνία μεταξύ διαφορετικών κυτταρολόγων ως προς τη διάγνωση (αναπαρα- γωγιμότητα της διάγνωσης) επίσης δεν είναι απόλυτη. Σε μία μεγάλη μελέτη, κατά την οποία εξετάσθηκαν κολποτραχηλικά επιχρίσματα τα οποία ταξινομήθηκαν σε 4 διαγνωστικές κατηγορίες (αρνητικά για κακοήθεια, μη διαγνωστική ατυπία, χα- μηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία και υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία), η κ στατιστική παράμετρος υπολογίστηκε σε 0,46 καταδεικνύοντας μέτρια αναπαραγωγιμότητα των κυτταρολογικών διαγνώσεων. Tο μεγαλύτερο πρόβλημα αναπαραγωγιμότητας της κυτταρολογικής διάγνωσης παρουσιάστηκε στην κατηγορία της μη διαγνωστικής ατυπίας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι στην ίδια έρευνα, η κ στατιστική παράμετρος για τα αντίστοιχα ιστολογικά παρασκευάσματα ήταν ακριβώς η ίδια (0,46), γεγονός που αποδεικνύει ότι η αναπαραγωγιμότητα της κυτταρολογικής διάγνωσης δεν υστερεί σε σχέση με την αναπαραγωγιμότητα της ιστολογικής διάγνωσης, άρα η διαφωνία μεταξύ κυτταρολόγων είναι τόσο πιθανή όσο και η διαφωνία μεταξύ παθολογοανατόμων.
• Κατά συνέπεια, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για σωστή και επιμελή τεχνική λήψης και επίστρωσης των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων από γυναικολόγους ή νοσηλευτές, ούτως ώστε να λαμβάνεται επαρκές κυτταρολογικό υλικό. Ακόμη είναι απαραίτητη η επιμελής εξέταση των δειγμάτων από κυτταρολόγο με ικανοποιητική εμπειρία.
• Ο συνδυασμός τεστ Pap και HPV DNA τεστ διαθέτει ευαισθησία >96% στην ανίχνευση υψηλόβαθμης ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης (HGSIL).

Μπορεί το τεστ Παπανικολάου να κάνει λάθος;
Το τεστ είναι μια εξέταση που έχει και λάθος αποτελέσματα. Αυτά μπορεί να οφείλονται στον τρόπο που παίρνονται τα κύτταρα ή στο από πού παίρνονται ή στον τρόπο που τοποθετούνται στα γυάλινα πλακάκια ή στον τρόπο που σταθεροποιούνται ή στον τρόπο που φυλάσονται, στην προετοιμασία της γυναίκας κλπ. Επειδή τόσοι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την αξιοπιστία του αποτελέσματος, είναι λογικό να κυμαίνεται το ψευδώς αρνητικό (δηλαδή το τεστ να φαίνεται φυσιολογικό, αλλά να μην είναι) σε επίπεδα από 20 – 35%. Η τακτική επανάληψη του τεστ κάθε χρόνο διορθώνει αυτό το λάθος, γιατί είναι εξαιρετικά απίθανο στατιστικά να γίνει το λάθος δύο συνεχόμενες χρονιές.

Χρήσιμες πληροφορίες - Κλινικο-εργαστηριακή συσχέτιση
Η παρουσία αυτόματα αποφολιδούμενων ενδομητρικών κυττάρων παρατηρείται φυσιολογικά μόνο κατά τις 12 πρώτες ημέρες του κύκλου. Απόπτωση εν- δομητρικών κυττάρων μετά την ημέρα αυτή μπορεί να οφείλεται στην παρουσία ενδομητρίτιδας, ενδομητρικών πολυπόδων ή στη χρήση αντισυλληπτικών ενδομητρικών συσκευών. Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η απόπτωση ενδομητρικών κυττάρων πέρα από τη 12η ημέρα του κύκλου δεν έχει σχεδόν ποτέ συσχετισθεί με την παρουσία ενδομητρικού αδενοκαρκινώματος. Για το λόγο αυτό, η παρουσία ενδομητρικών κυττάρων δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην κυτταρολογική απάντηση σε περίπτωση γυναικών ηλικίας μικρότερης των 40 ετών. Η παρουσία ακόμα και καλοήθων ενδομητρικών κυττάρων σε τεστ Pap γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών, ανεξαρτήτως της ορμονικής τους κατάστασης, πρέπει να μας προβληματί- ζει δεδομένου ότι το 6% των περιπτώσεων αφορά σε καρκινώματα και το 12% σε υπερπλασία του ενδομητρίου, πόσο μάλλον όταν το 25% των γυναικών με καρκινική ή προκαρκινική αλλοίωση στο ενδομήτριο είναι ασυμπτωματικές και ουσιαστικά η αρχική ανίχνευση της καρκινικής ή προκαρκινικής αλλοίωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο κυτταρολογικά.
• Μετά κωνοειδή εκτομή ή από λανθασμένο χειρισμό, είναι δυνατόν το δείγμα να περιέχει στρωματικά ή αδενικά κύτταρα του ενδομητρίου, τα οποία μπορεί να θέσουν υπόνοια νεοπλασματικής εξεργασίας. Η ενδομητρίωση του τραχήλου πα- ρουσιάζει παρόμοια κυτταρολογική εικόνα.
• Κύτταρα από τον πλακούντα παρατηρούνται μόνο στο 0,1% των εγκύων γυναι- κών και άρα αποτελούν ένα εξαιρετικά σπάνιο εύρημα. Η παρουσία των κυττάρων αυτών δεν αποτελεί ένδειξη επικείμενης αποβολής.
• Με το τεστ Pap είναι εφικτός ο ορμονικός έλεγχος, δεδομένου ότι ο βαθμός ωρί- μανσης του επιθηλίου εξαρτάται από τα επίπεδα ορμονών που κυκλοφορούν στο αίμα. Τα δείγματα γι’ αυτό τον σκοπό λαμβάνονται από το πλάγιο κολπικό τοίχωμα. Ο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης είναι ο δείκτης ωρίμανσης, ο οποίος είναι η αναλογία παραβασικών/διαμέσων/επιπολής κυττάρων. Η ερμηνεία του ορμονι- κού δείκτη είναι εφικτή μόνο όταν είναι διαθέσιμα η ηλικία της γυναίκας, η ημερο- μηνία της τελευταίας έμμηνης ρήσης, το κλινικό ιστορικό και το ιστορικό λήψης φαρμακευτικών σκευασμάτων.
• Η παρουσία φλεγμονωδών κυττάρων δεν αποτελεί ένδειξη φλεγμονής του κολπικού και τραχηλικού επιθηλίου. Η παρουσία λεμφοκυττάρων προερχόμενων από λεμφοζίδια αποδίδεται σε λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα και η διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνει κάποιο λέμφωμα ή μια υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Η αφθονία κολποβακτηρίων μπορεί να συνοδεύεται από κυτταρόλυση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η κυτταροπλασματική αναλογία, βασικό κριτήριο για τη διάγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων.
• Η παρουσία ακτινομυκήτων έχει ανιχνευθεί στα κολποτραχηλικά επιχρίσματα του 7% των γυναικών που χρησιμοποιούν ενδομητρικές αντισυλληπτικές συσκευές. Παρότι μόνο το 15% των ασθενών εμφανίζουν συμπτώματα, ακόμα και σε ασυ- μπτωματικές ασθενείς συστήνεται η αφαίρεση της ενδομητρικής συσκευής και η επανατοποθέτησή της μετά από επανάληψη του τεστ Pap, εφόσον αυτό θα τεκμηριώσει την απουσία του παθογόνου μικροοργανισμού.
• Τα κυτταρολογικά κριτήρια διάγνωσης πιθανής λοίμωξης από χλαμύδια δεν επιτυγχάνουν υψηλό ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας.
• Η παρουσία στοιχείων ενδεικτικών υπερκεράτωσης μπορεί να υποκρύπτει σοβαρότερες επιθηλιακές βλάβες, όπως κονδυλώματα ή ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Το ιστορικό χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας ή χρήσης ενδομητρικών αντισυλληπτικών συσκευών αποτελούν συνήθεις αιτίες αναγεννητικής ατυπίας και πρέπει να αναφέρονται οπωσδήποτε στο παραπεμπτικό της κυτταρολογικής εξέτασης.
• Σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα διαφορικής διάγνωσης μεταξύ ατυπίας και ατροφικού επιθηλίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικά οιστρογονικό σκεύασμα με σκοπό την τεχνητή ωρίμανση του επιθηλίου και στη συνέχεια να επανα- ληφθεί η κυτταρολογική εξέταση, 1 εβδομάδα μετά τη λήξη της θεραπείας. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η διάγνωση ατυπίας (ASC) σε μετεμηνοπαυσιακές γυναίκες επαληθεύεται ιστολογικά (ως ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση) μόνο στο 17% των περιπτώσεων και ηπαρουσία HPV μόνο στο 10%, σε αντίθεση με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, στις οποίες η διάγνωση ατυπίας επαληθεύεται σε ποσοστό 46% και η παρουσία HPV σε ποσοστό 50%.
• Η κατηγορία ASC-US εισήχθη το 1988 στο σύστημα ταξινόμησης Bethesda, προκειμένου να περιγράψει την παρουσία κυτταρικής ατυπίας πιο σοβαρής από αυτή που μπορεί να αποδοθεί σε αναγέννηση του επιθηλίου αλλά ελάχιστα αποκλίνουσας από μια σαφή διάγνωση ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας. Ουσιαστικά, ο όρος ASC-US εκφράζει περισσότερο μια υποψία και λιγότερο μια τυπική διάγνωση, ωστόσο η χρησιμότητά του έχει αναγνωριστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των κυτταρολόγων. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το σύνολο των ASC δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5% του συνόλου των τεστ Pap. Ειδικά, η αναλογία ASC/SIL διαγνώσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3/1. Μετά την τροποποίηση του συστήματος ταξινόμησης Bethesda, το 2001, τα ASC περιστατικά διακρίθηκαν σε αυτά που παρουσιάζουν μη διαγνωστική ατυπία (ASC-US) και σε αυτά των οποίων η κυτταρολογική εικόνα δεν μπορεί να αποκλείσει την παρουσία HGSIL (ASC-H). Σε περίπτωση που διαγνωσθεί κυτταρολογικά μη διαγνωστική ατυπία των κυττάρων του πλακώδους επιθηλίου, πρέπει να ανιχνευθεί το παθογόνο στέλεχος του ιού HPV και να επαναληφθεί η κυτταρολογική εξέταση σε 4-6 μήνες. Εάν ανιχνευθούν εκ νέου άτυπα κύτταρα και το στέλεχος HPV είναι υψηλής επικινδυνότητας, τότε συνιστάται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού. Εάν η κολποσκόπηση δεν τεκμηριώσει την παρουσία ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης ή νεοπλασίας, τότε συνιστάται επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης για 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών και επανέλεγχος του DNA του ιού HPV σε 12 μήνες. Εάν οι δύο κυτταρολογικές εξετάσεις καταδείξουν εκ νέου την παρουσία άτυπων κυττάρων, τότε συνιστάται κολποσκόπηση, αλλιώς η ασθενής δεν ανήκει πλέον στην ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Η υποκατηγορία ASC-H αποτελεί το 5-10% του συνόλου των περιπτώσεων ASC. H διάγνωση ASC-H συνδυάζεται στο 48% των περιπτώσεων με ιστολογική διάγνωση HGSIL, έναντι μόνο 13% των απλών περιπτώσεων ASC-US. Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση μιας κυτταρολογικά διαγνωσμένης περίπτωσης ASC-H είναι η διενέργεια κολποσκόπησης και η λήψη βιοπτικού υλικού. Σε περίπτωση που η κυτταρολογική ατυπία δεν επιβεβαιωθεί ιστολογικά, τότε συνιστάται ανασκόπηση του κυτταρολογικού υλικού και επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε διάστημα 6 και 12 μηνών καθώς και η μετά έτος εργαστηριακή τυποποίηση του παθογόνου στελέχους HPV.
Σε περίπτωση που ο περαιτέρω έλεγχος αποβεί αρνητικός, η ασθενής δεν θεωρείται ότι ανήκει πλέον σε ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Αδενικά κύτταρα που μοιάζουν με τα φυσιολογικά ενδοτραχηλικά κύτταρα, παρατηρούνται περίπου στο 2% των γυναικών οι οποίες έχουν ιστορικό ολικής υστερεκτομής, ειδικά δε εκείνων που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία. Πιθανότατα οφείλονται σε αδενική μετάπλαση φυσιολογικών πλακωδών κυττάρων. Η πιθανότητα αυτή πρέπει να είναι εις γνώση του κυτταρολόγου, ο οποίος καλείται να απο- κλείσει την παρουσία ενός πιθανού αδενοκαρκινώματος.
• Σε περίπτωση που τα αδενικά κύτταρα παρουσιάζουν ατυπία που θέτει υπό- νοια αδενοκαρκινώματος in situ (ΑΙS) ή αδενοκαρκινώματος, τότε η κυτταρολογική εικόνα ταξινομείται ως AGC-US (Atypical Glandular Cells of Undetermined Significance). H κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε AGC-ενδομητρικής προέλευσης, AGC-ενδοτραχηλικής προέλευσης και σε AGC-ΝOS (Non Otherwise Specified).
• Περίπου το 50% των ασθενών με διάγνωση AGC-ενδομητρικής προέλευσης παρουσιάζουν τελικά κάποια σημαντική αλλοίωση, η οποία μπορεί να είναι διηθητικό ή in situ αδενοκαρκίνωμα, αλλά μπορεί και να είναι πλακώδους προέλευσης. Η παρουσία άτυπων ενδομητρικών κυττάρων έχει συσχετισθεί με μεγαλύτερη πιθανό- τητα παρουσίας νεοπλασίας. Σε ασθενείς με διάγνωση AGC-US είναι απαραίτητη η κολποσκόπηση, με διενέργεια ιστοληψίας ή και ευρύτερης βιοψίας (εάν κυτταρολογικά έχει τεθεί ισχυρή υπόνοια παρουσίας νεοπλασίας). Επιπλέον, σε γυναίκες αυτής της κατηγορίας με ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών ή με απροσδόκητη αιμορραγία από τον κόλπο, πρέπει να λαμβάνεται βιοπτικό υλικό από το ενδομήτριο. Σε περί- πτωση που οι επιπλέον εξετάσεις δεν τεκμηριώσουν την παρουσία καρκινικών ή προκαρκινικών αλλοιώσεων, τότε συστήνεται η επανάληψη του τεστ Pap για 4 διαδοχικές φορές, με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Εάν οι συνεχόμενες κυτταρολογικές εξετάσεις τεκμηριώσουν την παρουσία παθολογικών αλλοιώσεων, τότε συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης, αλλιώς η ασθενής παύει να ανήκει σε ομάδα υψη- λού κινδύνου.
• Οι ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις αποτελούν προκαρκινικές μορφές, οι οποίες μπορούν να διαγνωσθούν κυτταρολογικά. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία προκύπτει ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 57%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 32%, εξελίσσονται σε υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σε ποσοστό 11% και σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 1%. Αντίστοιχα, οι υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 33%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 44%, εξελίσσονται σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 8%.
• Στην παθογένεια των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων υπεισέρχεται ο ιός HPV, του οποίου και έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 100 διαφορετικά παθογόνα στελέχη. Εξ αυτών, μόνο 40 προσβάλλουν το γυναικείο γεννητικό σύστημα. Από τα 40 αυτά στελέχη, μόνο τα 20 θεωρούνται υψηλού κινδύνου και έχουν ανιχνευθεί στο 90% των περιπτώσεων τόσο ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας όσο και διηθητικού καρκινώματος. Τέτοια στελέχη του ιού HPV με υψηλή επικινδυνότητα είναι τα υπ’ αριθμόν 16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85.
• Tεχνικές μοριακής ανάλυσης HPV DNA που εφαρμόζονται σε κυτταρολογικό υλικό είναι: α) η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR), χρησιμοποιώντας γενικούς εκκινητές που στοχεύουν στην L1 γονιδιακή περιοχή για screening (42 τύποι) και τεχνικές τυποποίησης (π.χ. DNA Μικροσυστοιχίες) των συχνότερων στελεχών του ιού χαμηλού κινδύνου (6, 11, 40, 42, 43, 44, 54, 61, 62, 71, 72, 81, 83, 84, 89, IS39, CP6108) και υψηλού κινδύνου (16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85) β) η τεχνική του in situ υβριδισμού μπορεί να διακρίνει την παρουσία ενσωμάτωσης του ιικού DNA στο DNA του ανθρώπινου κυττάρου.
• Ο έλεγχος του HPV DNA έχει εγκριθεί ως η βασική δοκιμασία µαζικού ελέγχου σε συνδυασµό µε το τεστ Pap για την παρακολούθηση περιπτώσεων µε ASC-US.
• Ανίχνευση της έκφρασης της καψιδιακής πρωτεΐνης L1 του ιού HPV και του ογκο- κατασταλτικού γονιδίου p16 επίσης προσφέρουν στην πρόγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας σε συνδυασμό με την κυτταρολογι- κή εξέταση.
• Η κάλυψη που παρέχουν τα εμβόλια HPV δεν είναι πλήρης, για το λόγο αυτό δεν πρέπει να παραμελείται η συστηματική παρακολούθηση των γυναικών με τεστ Pap και HPV τεστ.
• Η προσβολή από HPV με ή χωρίς παρουσία ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων τραχήλου της μήτρας CIN 1, ταξινομείται πλέον ως χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση του πλακώδους επιθηλίου (LGSIL), ενώ οι αλλοιώσεις CIN 2 και 3 με ή χωρίς τη συνύπαρξη αλλοιώσεων από τον ιό HPV, ταξινομούνται πλέον ως υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις (HGSIL). Ο λόγος είναι καθαρά κλινικός και αφορά στη διαπίστωση ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σπάνια υφίστανται κακοήθη εξαλλαγή, σε αντίθεση με τις υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, οι οποίες έχουν ενοχοποιηθεί για πολύ υψηλά ποσοστά κακοήθους εξαλλαγής.
• Η ταξινόμηση μιας ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης επιτυγχάνεται με ασφάλεια με την απλή μικροσκόπηση. Ο προσδιορισμός του στελέχους HPV δεν μπορεί να προσφέρει στην ταξινόμηση της βλάβης, δεδομένου ότι τα χαμηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού εντοπίζονται μεν συχνότερα σε περιπτώσεις LGSIL, ωστόσο τα υψηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού παρατηρούνται σε μεγάλα ποσοστά τόσο των LGSIL όσο και των HGSIL.
• H κυτταρολογική διάγνωση LGSIL πρέπει να ακολουθείται από κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από τις ύποπτες περιοχές. Έχει παρατηρηθεί ότι το 18% των γυναικών με κυτταρολογική διάγνωση LGSIL παρουσιάζουν ιστολογική εικόνα HGSIL στη βιοψία που ακολουθεί. Η εξέταση ανίχνευσης HPV δεν αποδίδει, δε- δομένου ότι αποβαίνει θετική στο 83% των περιπτώσεων. Η διενέργεια εκτομής ή απόξεσης δεν έχει θέση, εάν προηγουμένως δεν έχει διενεργηθεί ιστολογικός έλεγχος της ύποπτης περιοχής. Σε περίπτωση που η κολποσκόπηση δεν αποδώσει ή είναι αρνητική, τότε συστήνεται η λήψη κυτταρολογικού υλικού από τον ενδοτράχηλο, εκτός αν η ασθενής είναι έγκυος. Σε περίπτωση που και πάλι δεν αποδειχτεί η παρουσία κάποιας προκαρκινικής αλλοίωσης, τότε συστήνεται η επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε 6 μήνες ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV σε ένα έτος. Σε περίπτωση που οι δύο αυτές εξετάσεις δείξουν την παρουσία άτυπων πλακωδών κυττάρων ή προσβολής από τον ιό HPV, τότε συνιστάται η επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η ασθενής συστήνεται να υποβληθεί στον συνήθη κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας.
• Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις LGSIL σε έφηβες γυναίκες, τότε επι- βάλλεται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη, η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση αφορά τα βασικά και τα παραβασικά κύτταρα του φυσιολογικού πλακώδους επιθηλίου. Συνοδεύεται στο 97% των περιπτώσεων με προσβολή από υψηλής επικινδυνότητας στέλεχος του ιού HPV. Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις HGSIL, τότε επιβάλλεται η κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Εάν αποδειχτεί ιστολογικά ότι δεν υπάρχει καθόλου αλλοίωση ή πρόκειται για μια LGSIL, τότε τα προηγούμενα κυτταρολογικά δείγματα πρέπει να ανασκοπηθούν και να επαναξιολογηθούν. Εάν τα ιστολογικά ευρήματα ταυτιστούν με τα κυτταρολογικά, τότε συστήνεται η διαγνωστική εκτομή, εφόσον η ασθενής δεν είναι έγκυος. Εάν πρόκειται για νεαρές γυναίκες, συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε εγκύους γυναίκες η κολποσκόπηση πρέπει να γίνεται από πεπειραμένους γυναικολόγους, δεδομένου ότι η λήψη δείγματος από τον ενδοτράχηλο αντενδείκνυται αυστηρά σε περίπτωση εγκυμοσύνης. Εν γένει, σε εγκύους γυναίκες δεν ενδείκνυται η θεραπευτική αντιμετώπιση της HGSIL, παρά μόνο σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ανάπτυξη διηθητικού πλακώδους καρκινώματος. Σε περίπτωση που ένα δείγμα παρουσιάζει αλλοιώσεις τόσο HGSIL όσο και LGSIL, τότε κατατάσσεται ως HGSIL αλλοίωση. Ωστόσο, πολλές φορές τα έντονα δυσπλαστικά κύτταρα είναι πολύ λίγα. Η δυνατότητα διάκρισης μιας HGSIL από ένα πλακώδες διηθητικό καρκίνωμα και αντιστρόφως, πολλές φορές δεν είναι απόλυτα εφικτή σε κυτταρολογικά υλικά. Το γεγονός αυτό πρέπει να είναι γνωστό στον κλινικό ιατρό, ο οποίος πρέπει να επαληθεύει σε δεύτερο χρόνο την παθολογική κυτταρολογική διάγνωση με κολποσκόπηση και βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα in situ (AIS) εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες γύρω από τα 38 έτη. Η κυτταρολογική του διάγνωση είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και ακριβής. Η κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS δεν αποκλείει τη συνύπαρξη διηθητικού αδενοκαρκινώματος, για τον λόγο αυτό ο ιστολογικός έλεγχος είναι επιβεβλημένος. Ωστόσο, ακόμα και ιστολογικά, η διάκριση μεταξύ διηθητικού και in situ αδενοκαρκινώματος είναι πολλές φορές δυσχερής. Μια γυναίκα με κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS πρέπει να υποβληθεί σε κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού και από το ενδομήτριο. Εάν ο ιστολογικός έλεγχος δεν τεκμηριώσει την παρουσία παθολογικής αλλοίωσης, τότε είναι πιθανό να απαιτηθεί ευρύτερη βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα του ενδοτραχήλου αποτελεί το 25% των καρκίνων του τραχή- λου της μήτρας. Παρατηρείται σε ελαφρά μεγαλύτερες ηλικίες από το αδενοκαρκίνωμα in situ και μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικό ή να συνοδεύεται από αιμορραγία και κολπικές εκκρίσεις. Η παρουσία HPV έχει ανιχνευθεί και σε αυτό το νεόπλασμα.
• Η χρήση του τεστ Pap δεν αποτελεί αξιόπιστη μέθοδο ελέγχου ύποπτων ενδομητρικών αλλοιώσεων, ωστόσο μερικές φορές είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στα τεστ Pap νεοπλασματικά κύτταρα από τέτοιες βλάβες.
• Το μη Hodgkin λέμφωμα αναπτύσσεται πολύ σπάνια ως πρωτοπαθές νεόπλασμα στον κόλπο και τον τράχηλο. Στην κυτταρολογική διαφορική του διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνεται η λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα.
• Μεταστατικά νεοπλάσματα στον κόλπο και τον τράχηλο, μπορεί να προέρχονται από τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες, το παχύ έντερο, την ουροδόχο κύστη, την ουρήθρα ή σπανιότερα από τον μαστό, τον πνεύμονα, το πάγκρεας και το νεφρό.

Τα κονδυλώματα και η αντιμετώπιση τους
Η λοίμωξη από τον ιό των κονδυλωμάτων είναι η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσος. Εκτιμάται ότι 50-70% των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών θα προσβληθούν από τον ιό HPV καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Το 60% των γυναικών είναι θετικές στον ιό των κονδυλωμάτων μόλις 3 έτη μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή τους.
Υπολογίζεται ότι σε κάθε σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο χωρίς προφύλαξη υπάρχει κίνδυνος 70% μόλυνσης από τον ιό. Κονδυλώματα όμως θα εμφανιστούν σε μόλις 10% αυτών που θα μολυνθούν, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο ιός των κονδυλωμάτων αντιμετωπίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση.
Οι τύποι HPV 6 και 11 ευθύνονται για το 90% των κονδυλωμάτων.
Σε αντίθεση με τα κονδυλώματα, ο ίδιος ο ιός δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον οργανισμό.
Άπαξ και μολύνει τα κύτταρα παραμένει για πάντα μέσα τους, ωστόσο οι δυσπλασίες και τα κονδυλώματα μπορούν να αφαιρεθούν.
Χαμηλού κινδύνου ιοί που προκαλούν κυρίως κονδυλώματα είναι οι HPV6, HPV11, 42, 43 και 44.
Υψηλού κινδύνου που ενέχονται για δυσπλασίες, καρκίνο τραχήλου και άλλους καρκίνους είναι οι HPV16, HPV18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59 και 68.

Κονδυλώματα - Συμπτώματα
Ο χρόνος επώασης των κονδυλωμάτων κυμαίνεται από 1-8 μήνες ή και περισσότερο.
Τα τυπικά οξυτενή κονδυλώματα παρουσιάζονται σαν ρόδινες ή γκριζωπές βλάβες, μαλακές με λεία, κοκκώδη ή ανθοκραμβοειδή επιφάνεια και βάση πεπλατυσμένη ή μισχωτή.
Τα κονδυλώματα πολλαπλασιάζονται με αυτοενοφθαλμισμό και μπορεί να συρρέουν και να σχηματίζουν μεγάλες πλάκες. Τα κονδυλώματα είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους ασυμπτωματικά και ανώδυνα. Σπανίως οι πάσχοντες από κονδυλώματα αναφέρουν κνησμό, αίσθηση καύσου, πόνο ή αιμορραγία εξ αιτίας των κονδυλωμάτων.
Στους άνδρες τα κονδυλώματα συνήθως εντοπίζονται στη βάλανο, στο έσω πέταλο της ακροποσθίας.
Κονδυλώματα στο σώμα του πέους, στο όσχεο, στο εφήβαιο, στην ουρήθρα και σπάνια στην ουροδόχο κύστη μπορεί να εμφανιστούν. Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η φίμωση, η ουρηθρίτιδα, η οξυουρίαση η τοπική χρήση κορτικοστεροειδών, η ανοσοκαταστολή.
Υψηλή επίπτωση κονδυλωμάτων έχουμε σε σακχαρώδη διαβήτη, HIV φορείς και σε χρόνια λήψη ανοσοκαταστασλικών φαρμάκων.
Στις γυναίκες τα κονδυλώματα εντοπίζονται στα μικρά και τα μεγάλα χείλη, στην ουρήθρα, στον κόλπο και στον τράχηλο της μήτρας, ενώ σπανίως μπορεί να προσβληθεί από κονδυλώματα και η ουροδόχος κύστη όπως και στους άνδρες.
Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η εγκυμοσύνη, η λοίμωξη με τριχομονάδα, αλλά και άλλες λοιμώξεις που έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαβροχή της περιοχής από τις κολπικές εκκρίσεις. Ιδίως κατά την εγκυμοσύνη, τα κονδυλώματα μπορεί να είναι υπερπλαστικά και να πάρουν μεγάλες διαστάσεις.
Άλλη θέση εντοπισμού των κονδυλωμάτων είναι ο πρωκτός.
Τα κονδυλώματα πρωκτού πολύ συχνά εντοπίζονται μέσα στον πρωκτό όπως και στο περιπρωκτικό δέρμα. Η μόλυνση με τον ιό HPV συνήθως γίνεται κατά την επαφή, ωστόσο τα κονδυλώματα πρωκτού μπορούν να εμφανισθούν και χωρίς πρωκτική επαφή.
Η μετάδοση κονδυλωμάτων πρωκτού μπορεί να γίνει με τα δάκτυλα, π.χ. κατά τη διάρκεια του πλυσίματος. Παράγοντες που μετατρέπουν ή εξασθενούν το ανοσοποιητικό (μόλυνση με τον ιό HIV, ανοσοκαταστολή, σακχαρώδης διαβήτης, χορήγηση κορτιζόνης ή επάλειψη στην περιοχή του πρωκτού με κρέμες κορτιζόνης) προδιαθέτουν στην εκδήλωση κονδυλωμάτων πρωκτού.
Άλλες εξωγεννητικές και σπανιότερες θέσεις εντοπισμού των κονδυλωμάτων αποτελούν ο βλεννογόνος του στόματος και ιδιαίτερα οι γωνίες των χειλέων, ο φάρυγγας, οι επιπεφυκότες, οι μασχάλες, ο ομφαλός και τα μεσοδακτύλια διαστήματα των ποδιών.
Πέρα από τα κονδυλώματα, η εμμένουσα λοίμωξη με τους υψηλής επικινδυνότητας υποτύπους του ιού HPV, οι οποίοι έχουν την τάση να μην υποστρέφουν και να ενσωματώνονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα, έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση προκαρκινικών αλλοιώσεων όπως ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία τραχήλου (CIN), αιδοίου (VIN), πέους (PIN) και ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία του πρωκτού (AIN).
Αυτές είναι προκαρκινικές δυσπλασίες που συχνά συνυπάρχουν με κονδυλώματα και οι οποίες ενδέχεται να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Η μεγάλη σημασία που έχουν τα κονδυλώματα όταν εμφανίζονται σε γυναίκες έγκειται στο γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των γυναικών που έχουν εμφανίσει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, έχουν εμφανίσει και κονδυλώματα στην περιοχή αυτή, και μάλιστα πιο συγκεκριμένα έχουν προσβληθεί από τους υποτύπους 16,18 του ιού HPV.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν παρουσιάζουν όλες οι γυναίκες που έχουν παρουσιάσει κονδυλώματα, καρκίνο του τραχήλου.

Κονδυλώματα – Επιπλοκές
Οι επιπλοκές των κονδυλωμάτων διακρίνονται σε ελάσσονες και μείζονες και είναι οι εξής:
Ελάσσονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: εκλώσεις και δημιουργία πληγών, αιμορραγία, επιμόλυνση, μηχανικά προβλήματα κατά την ούρηση και ψυχολογικά προβλήματα
Μείζονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: γιγάντια κονδυλώματα, δυσπλασίες, καρκίνοι πρωκτογεννητικής χώρας, καρκίνος τραχήλου, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Κονδυλώματα – Διάγνωση
Η διάγνωση των κονδυλωμάτων γίνεται κυρίως κλινικά και επισκοπικά. Ο έμπειρος δερματολόγος θα διαγνώσει τα κονδυλώματα και θα προτείνει την κατάλληλη μέθοδο θεραπείας. Σε ορισμένες υποκλινικές μορφές η διάγνωση των κονδυλωμάτων μπορεί να γίνει με επάλειψη διαλύματος οξεικού οξέος 5%, η χρήση του οποίου αμφισβητείται από κάποιους γιατί μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς.
Σπάνια θα χρειαστεί βιοψία και ιστολογική εξέταση για τη διάγνωση των κονδυλωμάτων και κυρίως σε διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Με τη μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) ανιχνεύεται το DNA του ιού του κονδυλώματος και μπορούμε να κάνουμε τυποποίηση του ιού.
Δεν έχει όμως νόημα και πρακτικά δεν εφαρμόζεται στην διάγνωση των κονδυλωμάτων, γιατί δεν μεταβάλλουν το θεραπευτικό πλάνο.

Κονδυλώματα – Διαφορική Διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση των κονδυλωμάτων θα πρέπει να γίνει κυρίως από τα πλατέα κονδυλώματα της δευτερογόνου σύφιλης, τα θηλώματα, τους σπίλους, τις μυρμηκιές, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, τη βλαστική πέμφιγα, το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα και τη μολυσματική τέρμινθο.
Επίσης με κονδυλώματα μοιάζουν και οι μαργαριταροειδείς βλατίδες του πέους που είναι φυσιολογικοί αδένες γύρω από τη βάλανο του πέους που μπορεί να διογκώνονται.

Κονδυλώματα - Πρόληψη
Δεδομένου ότι το 70% των ενεργών σεξουαλικά ενηλίκων έχει μολυνθεί από τους ιούς HPV, ο μόνος τρόπος 100% πρόληψης των κονδυλωμάτων θα ήταν θεωρητικά η αυστηρή μονογαμία. Επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να εφαρμοστεί, απαιτείται η χρήση προφυλακτικού για την πρόληψη των κονδυλωμάτων, το οποίο όμως δεν προστατεύει 100%.
Η περιτομή στους άνδρες έχει βρεθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης και μόλυνσης από τα κονδυλώματα.
Σήμερα είναι διαθέσιμα 2 εμβόλια.

Κονδυλώματα - Αντιμετώπιση
Ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των βλαβών επιλέγεται η αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με τοπικές κρέμες ή αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με καταστροφικές μεθόδους, όπως κρυοθεραπεία, διαθερμοπηξία, laser.
Μπορούμε σήμερα να έχουμε πολύ υψηλά ποσοστά αντιμετώπισης κονδυλωμάτων σε μία μόνο επίσκεψη.
Αυτό επιτυγχάνεται με αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με laser CO2 σε συνδυασμό σε κάποιες περιπτώσεις με χειρουργική αντιμετώπιση κονδυλωμάτων όπου αυτό απαιτηθεί.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με Laser διοξειδίου του άνθρακα πλεονεκτεί σήμερα όλων των διαθέσιμων μεθόδων. Η laser θεραπεία κονδυλωμάτων στοχεύει επιλεκτικά μόνο στα υπάρχοντα κονδυλώματα αφήνοντας ανέπαφο το γύρω υγιές δέρμα.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser χαρακτηρίζεται από απουσία μετεγχειρητικού πόνου και ουλών, ενώ το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο. Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser είναι μια αναίμακτη μέθοδος, η δέσμη του laser εφαρμόζεται στοχευμένα στην πάσχουσα περιοχή κατόπιν τοπικής αναισθησίας με διάλυμα ξυλοκαΐνης 2% και μπορεί να καταστρέψει όλα τα υπάρχοντα σε μία δεδομένη στιγμή κονδυλώματα με μία μόνο συνεδρία.
Είναι η πλέον ανώδυνη, χωρίς παρενέργειες όταν εφαρμόζεται από εξειδικευμένο Δερματολόγο και αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας κονδυλωμάτων και αποτελεί την αντιμετώπιση εκλογής για μικρού και μεσαίου μεγέθους αλλοιώσεις.
 

Γιατί να επιλέξει κάποια φίλη το κέντρο μας για να κάνει ΤΕΣΤ ΠΑΠ υγρής φάσης:
Δημιουργήσαμε ένα χώρο με άμεση πρόσβαση (δίπλα στο σταθμό ΜΕΤΡΟ Κατεχάκη) με πολύ μεράκι και αγάπη, με σκοπό να δώσουμε στις γυναίκες φίλες τη δυνατότητα να μας γνωρίσουν και να κάνουν στο κέντρο μας αυτή την τόσο σημαντική προληπτική ιατρική εξέταση.Εμείς κάνουμε ταυτόχρονα και τη λήψη και τη διάγνωση του ΤΕΣΤ ΠΑΠ.
Πέραν όμως του πολύ χαμηλού οικονομικού κόστους, οι υπηρεσίες μας είναι πολύ υψηλής ποιότητας και για το λόγο αυτό είμαστε ένα από τα ελάχιστα κυτταρολογικά εργαστήρια στην Ελλάδα που έχουν διαπιστευθεί κατά ELOT EN ISO 15189. Η πιστοποίησή μας αυτή δεν είναι κενό γράμμα, αλλά αντανακλά την συνολική προσπάθειά μας να παρέχουμε αξιόπιστες, διεθνώς αναγνωρισμένες ιατρικές υπηρεσίες, εφαρμόζοντας ένα Σύστημα Ολικής Διαχείρισης Ποιότητας και δίνοντας σημασία σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που μας φέρνουν πιο κοντά στα σύγχρονα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Επιγραμματικά και μόνο θα αναφερθώ σε μερικά από τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε:
Άνετοι και λειτουργικοί χώροι δειγματοληψίας
Μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας (δύο μηχανήματα κυτταρολογίας υγρής φάσης, σύστημα αυτόματης χρώσης, κυτταροφυγόκεντροι, μικροσκόπια με καμέρα)
Άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό για ανώδυνες λήψεις τεστ παπ
Οι 4 ιατροί κυτταρολόγοι του κέντρου μας είναι καταξιωμένοι επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, με πλούσιο επιστημονικό έργο
Τηρούμε πλήρες αρχείο πλακιδίων και παραπεμπτικών σε βάθος 10ετίας
Εφαρμόζουμε μέτρα εσωτερικού ελέγχου ποιότητας
Συμμετέχουμε σε προγράμματα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας
Κάθε ΤΕΣΤ ΠΑΠ μικροσκοπείται από 2 τουλάχιστον κυτταρολόγους
Έκδοση απάντησης εντός 24 ωρών
Απάντηση με εικόνες από αντιπροσωπευτικές θέσεις
Σχολιασμός εικόνων από ειδικό κυτταρολόγο
Δωρεάν παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, εαν χρειαστεί από τον Επιστημονικό διευθυντή και τους γιατρούς μας

Γιατί θα έπρεπε να ζητήσω το Παπ τεστ υγρής φάσης;
Το υγρής φάσης είναι η πρώτη πραγματική βελτίωση του τεστ Παπανικολάου από την πρωτοεμφάνισή του πριν 50 χρόνια. Αυτό το νέο εξελιγμένο τεστ ενισχύει την εμπιστοσύνη σας για την πιστότητα της εξέτασης. Αποκτήστε τον έλεγχο του σώματός σας και ζητήστε από το γιατρό σας το υγρής φάσης Παπ τεστ σήμερα.
Με λίγα λόγια το υγρής φάσης PapTest αποτελεί μία σπουδαία καινοτομία στο χώρο της κυτταρολογικής εξέτασης καθώς είναι η πρώτη εξέλιξη του τεστ Παπανικολάου (τεστ Παπ) μετά από έξι δεκαετίες, που συμβάλλει καθοριστικά στη μείωση του ποσοστού του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Σήμερα είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος ελέγχου των γυναικών για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, όντας σημαντικά πιο αποτελεσματικό από το συμβατικό Τεστ Παπ.|
Τον Μάιο του 1996, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) ενέκρινε την καθιέρωση της μεθόδου υγρής φάσης PapTest για να αντικαταστήσει τη συμβατική τεχνική, αναγνωρίζοντας ότι είναι σημαντικά πιο αποτελεσματική στην ανίχνευση τραχηλικών αλλοιώσεων. Σημαντικός αριθμός μελετών έχει μάλιστα επιπλέον επιβεβαιώσει την υπεροχή της μεθόδου υγρής φάσης, όχι μόνο σε ό, τι αφορά τα κολποτραχηλικά δείγματα, μα και σε όλα τα κυτταρολογικά δείγματα.
Η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης (LBC) έχει μεγαλύτερο κόστος από το παραδοσιακό τεστ Παπανικολάου. Έχει δύο πλεονεκτήματα: το πρώτο πλεονέκτημα είναι η καλύτερη εικόνα για τον κυτταρολόγο, κατά τη μικροσκοπική εξέταση, που έχει ως αποτέλεσμα την ανίχνευση περισσότερων LSIL. Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι, ότι το υλικό στο φιαλίδιο διατηρείται στο εργαστήριο και εάν κατά την εξέταση των κυττάρων στο μικροσκόπιο υπάρξει ένδειξη μόλυνσης από HPV ή αμφιλεγόμενη ατυπία, λόγω πιθανής λοίμωξης από ιό (κατηγορία ASCUS), μπορεί να γίνει αναζήτηση του HPV-DNA στο εργαστήριο και να διευκρινιστεί το πρόβλημα, χωρίς να χρειαστεί να έρθει ξανά η γυναίκα στο ιατρείο για λήψη καινούργιου υλικού. Οι μελέτες έχουν δείξει, ότι η τεχνική LBC πλεονεκτεί μόνο στην ανεύρεση περισσότερων LSIL, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντική διαφορά στην ανεύρεση HSIL, που είναι και ο κύριος στόχος μας, ειδικά σε προγράμματα μαζικού ελέγχου.

Χρειάζονται τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες που δεν είναι τώρα ενεργές σεξουαλικά;
Εάν υπήρξε κάποτε μόλυνση από HPV, το τεστ πρέπει να επαναλαμβάνεται, ακόμη και στην περίπτωση, που κάποια γυναίκα δεν είναι τώρα ενεργή σεξουαλικά, για το ενδεχόμενο υποτροπής παλιάς μόλυνσης από HPV.

Μπορεί να γίνει τεστ Παπανικολάου τις ημέρες της περιόδου;
Το τεστ ΔΕΝ μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη φάση της εμμηνορρυσίας, δηλαδή όταν έχουμε περίοδο. Αυτό είναι ευκόλως αντιληπτό, διότι δεν μπορείς να πάρεις κύτταρα από μια περιοχή που αιμορραγεί. Έτσι λοιπόν θα περιμένουμε τη λήξη της περιόδου. Ιδανικός είναι ο χρόνος κοντά στο μέσον του κύκλου. Αν έχουμε έναν φυσιολογικό κύκλο 28 ημερών, πολύ καλός χρονικός ορίζοντας για να κάνουμε ένα τεστ είναι κοντά στην ωοθηλακορηξία. Αυτή την περίοδο ανοίγει ο τράχηλος για να γονιμοποιηθεί το ωάριο και έτσι πολύ πιο εύκολα μπορούμε να προσλάβουμε κάποια κύτταρα από την περιοχή.

Χρειάζονται τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή;
Εάν έχει γίνει υφολική (έχει αφαιρεθεί μόνο το σώμα της μήτρας και έχει μείνει ο τράχηλος) και βέβαια χρειάζεται τεστ Παπανικολάου. Εάν η υστερεκτομή έγινε για κακοήθεια, χρειάζεται παρακολούθηση με τεστ Παπανικολάου για το ενδεχόμενο εμφάνισης αλλοιώσεων στον κόλπο. Το ίδιο ισχύει και για περιπτώσεις με ιστορικό προκαρκινικών αλλοιώσεων στον τράχηλο της μήτρας στο παρελθόν (CIN) ή σε κάθε περίπτωση, που έγινε μεν η υστερεκτομή για άλλο λόγο (π.χ. ινομυώματα, αιμορραγίες, ενδομητρίωση), αλλά βρέθηκαν στη βιοψία αλλοιώσεις από HPV στον τράχηλο. Μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που έχει γίνει ολική υστερεκτομή για καλοήθη πάθηση και δεν υπήρξε ιστορικό με αλλοιώσεις από HPV, δεν συνιστάται κυτταρολογικός έλεγχος του κόλπου.

Είμαι πολύ καλά, δεν έχω ενοχλήσεις, δεν έχω υγρά, χρειάζεται να κάνω τεστ Παπανικολάου;
ΝΑΙ. Το τεστ γίνεται ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ, δηλαδή όταν είστε καλά. Αν έχετε κάποια ενόχληση, αν «κάτι δεν πηγαίνει καλά», επισκεφθείτε τον Γυναικολόγο γιά εξέταση, όχι γιά τεστ Παπανικολάου.

Από ποια ηλικία είναι καλό να γίνεται το τεστ Παπανικολάου και μέχρι ποια ηλικία;
Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, η λήψη τεστ πρέπει να αρχίζει από τη ηλικία των 20 ετών και μετά (σε ενεργές σεξουαλικά γυναίκες). Σε γυναίκες μικρότερης ηλικίας, που έχουν αρχίσει σεξουαλικές επαφές και στις οποίες υπάρχουν προβλήματα ανοσοκαταστολής, μπορεί η λήψη του τεστ να αρχίσει νωρίτερα. Σε ατομικό επίπεδο, συνηθίζεται η λήψη τεστ Παπανικολάου να γίνεται μαζί με την ετήσια Γυναικολογική εξέταση. Σε προγράμματα μαζικού ελέγχου για την πρόληψη του καρκίνου της μήτρας έχει αποδειχθεί ότι σε γυναίκες χωρίς ιστορικό CIN θα μπορούσε η λήψη του τεστ Παπανικολάου να γίνεται ανά διετία ή και ανά τριετία. Όμως, αυτό πρέπει να αποφασίζεται από το γιατρό της κάθε γυναίκας, με βάση την ηλικία της, το ιστορικό της και τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου. Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι γυναίκες 65 ετών ή μεγαλύτερες, που είχαν 3 πρόσφατα τεστ χωρίς παθολογία και κανένα παθολογικό τεστ εντός της τελευταίας δεκαετίας, μπορούν να σταματήσουν να ελέγχονται με τεστ Παπανικολάου. Πρέπει να τονίζεται στις γυναίκες αυτές, ότι αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν πρέπει να ελέγχονται κάθε χρόνο για πρόληψη των καρκίνων των ωοθηκών, του ενδομητρίου, του αιδοίου και κυρίως του μαστού. Η ετήσια προληπτική κλινική εξέταση είναι απαραίτητη, όπως και άλλες εξετάσεις, που ενδεχόμενα θα υποδειχθούν από το γιατρό τους (μαστογραφία, υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων κ.ά.).

Ποιές γυναίκες δεν χρειάζεται να κάνουν τεστ Παπανικολάου;
Α) Γυναίκες μετά την ηλικία των 70, που τα τρία τελευταία ετήσια τεστ ήταν φυσιολογικά.
Β) Γυναίκες που έχουν υποστεί ολική υστερεκτομή, αλλά όχι για καρκίνο ή προκαρκινικές βλάβες.

Ποια είναι η αξιοπιστία- ακρίβεια του τεστ Παπανικολάου ;
Όπως σε όλες τις άλλες ιατρικές εξετάσεις, δεν λείπουν και εδώ οι ψευδώς αρνητικές και ψευδώς θετικές απαντήσεις. Πολλές γυναίκες που προσβλήθηκαν από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας είχαν παλαιότερα ένα ή και περισσότερα αρνητικά τεστ Pap. To ποσοστό των ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις διηθητικού καρκίνου ποικίλλει από 16 έως 82%. Η μεγάλη διαφορά στα αναφερόμενα ποσοστά πιθανόν να οφείλεται σε λάθη μεθοδολογίας κατά την ανασκόπηση των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων.
• Το ποσοστό ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις ενδοεπιθηλιακής δυσπλασίας είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς, γιατί συνήθως δεν λαμβάνεται βιοψία από γυναίκες με αρνητικό τεστ Pap. Οι λίγες υπάρχουσες αξιόπιστες σχετικές μελέτες υπολογίζουν τη μέση ευαισθησία του τεστ Pap σε 47% (μεταξύ 30 και 80%) και τη μέση ειδικότητα σε 95% (μεταξύ 86 και 100%).
• Η συμφωνία μεταξύ διαφορετικών κυτταρολόγων ως προς τη διάγνωση (αναπαρα- γωγιμότητα της διάγνωσης) επίσης δεν είναι απόλυτη. Σε μία μεγάλη μελέτη, κατά την οποία εξετάσθηκαν κολποτραχηλικά επιχρίσματα τα οποία ταξινομήθηκαν σε 4 διαγνωστικές κατηγορίες (αρνητικά για κακοήθεια, μη διαγνωστική ατυπία, χα- μηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία και υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία), η κ στατιστική παράμετρος υπολογίστηκε σε 0,46 καταδεικνύοντας μέτρια αναπαραγωγιμότητα των κυτταρολογικών διαγνώσεων. Tο μεγαλύτερο πρόβλημα αναπαραγωγιμότητας της κυτταρολογικής διάγνωσης παρουσιάστηκε στην κατηγορία της μη διαγνωστικής ατυπίας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι στην ίδια έρευνα, η κ στατιστική παράμετρος για τα αντίστοιχα ιστολογικά παρασκευάσματα ήταν ακριβώς η ίδια (0,46), γεγονός που αποδεικνύει ότι η αναπαραγωγιμότητα της κυτταρολογικής διάγνωσης δεν υστερεί σε σχέση με την αναπαραγωγιμότητα της ιστολογικής διάγνωσης, άρα η διαφωνία μεταξύ κυτταρολόγων είναι τόσο πιθανή όσο και η διαφωνία μεταξύ παθολογοανατόμων.
• Κατά συνέπεια, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για σωστή και επιμελή τεχνική λήψης και επίστρωσης των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων από γυναικολόγους ή νοσηλευτές, ούτως ώστε να λαμβάνεται επαρκές κυτταρολογικό υλικό. Ακόμη είναι απαραίτητη η επιμελής εξέταση των δειγμάτων από κυτταρολόγο με ικανοποιητική εμπειρία.
• Ο συνδυασμός τεστ Pap και HPV DNA τεστ διαθέτει ευαισθησία >96% στην ανίχνευση υψηλόβαθμης ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης (HGSIL).

Μπορεί το τεστ Παπανικολάου να κάνει λάθος;
Το τεστ είναι μια εξέταση που έχει και λάθος αποτελέσματα. Αυτά μπορεί να οφείλονται στον τρόπο που παίρνονται τα κύτταρα ή στο από πού παίρνονται ή στον τρόπο που τοποθετούνται στα γυάλινα πλακάκια ή στον τρόπο που σταθεροποιούνται ή στον τρόπο που φυλάσονται, στην προετοιμασία της γυναίκας κλπ. Επειδή τόσοι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την αξιοπιστία του αποτελέσματος, είναι λογικό να κυμαίνεται το ψευδώς αρνητικό (δηλαδή το τεστ να φαίνεται φυσιολογικό, αλλά να μην είναι) σε επίπεδα από 20 – 35%. Η τακτική επανάληψη του τεστ κάθε χρόνο διορθώνει αυτό το λάθος, γιατί είναι εξαιρετικά απίθανο στατιστικά να γίνει το λάθος δύο συνεχόμενες χρονιές.

Χρήσιμες πληροφορίες - Κλινικο-εργαστηριακή συσχέτιση
Η παρουσία αυτόματα αποφολιδούμενων ενδομητρικών κυττάρων παρατηρείται φυσιολογικά μόνο κατά τις 12 πρώτες ημέρες του κύκλου. Απόπτωση εν- δομητρικών κυττάρων μετά την ημέρα αυτή μπορεί να οφείλεται στην παρουσία ενδομητρίτιδας, ενδομητρικών πολυπόδων ή στη χρήση αντισυλληπτικών ενδομητρικών συσκευών. Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η απόπτωση ενδομητρικών κυττάρων πέρα από τη 12η ημέρα του κύκλου δεν έχει σχεδόν ποτέ συσχετισθεί με την παρουσία ενδομητρικού αδενοκαρκινώματος. Για το λόγο αυτό, η παρουσία ενδομητρικών κυττάρων δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην κυτταρολογική απάντηση σε περίπτωση γυναικών ηλικίας μικρότερης των 40 ετών. Η παρουσία ακόμα και καλοήθων ενδομητρικών κυττάρων σε τεστ Pap γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών, ανεξαρτήτως της ορμονικής τους κατάστασης, πρέπει να μας προβληματί- ζει δεδομένου ότι το 6% των περιπτώσεων αφορά σε καρκινώματα και το 12% σε υπερπλασία του ενδομητρίου, πόσο μάλλον όταν το 25% των γυναικών με καρκινική ή προκαρκινική αλλοίωση στο ενδομήτριο είναι ασυμπτωματικές και ουσιαστικά η αρχική ανίχνευση της καρκινικής ή προκαρκινικής αλλοίωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο κυτταρολογικά.
• Μετά κωνοειδή εκτομή ή από λανθασμένο χειρισμό, είναι δυνατόν το δείγμα να περιέχει στρωματικά ή αδενικά κύτταρα του ενδομητρίου, τα οποία μπορεί να θέσουν υπόνοια νεοπλασματικής εξεργασίας. Η ενδομητρίωση του τραχήλου πα- ρουσιάζει παρόμοια κυτταρολογική εικόνα.
• Κύτταρα από τον πλακούντα παρατηρούνται μόνο στο 0,1% των εγκύων γυναι- κών και άρα αποτελούν ένα εξαιρετικά σπάνιο εύρημα. Η παρουσία των κυττάρων αυτών δεν αποτελεί ένδειξη επικείμενης αποβολής.
• Με το τεστ Pap είναι εφικτός ο ορμονικός έλεγχος, δεδομένου ότι ο βαθμός ωρί- μανσης του επιθηλίου εξαρτάται από τα επίπεδα ορμονών που κυκλοφορούν στο αίμα. Τα δείγματα γι’ αυτό τον σκοπό λαμβάνονται από το πλάγιο κολπικό τοίχωμα. Ο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης είναι ο δείκτης ωρίμανσης, ο οποίος είναι η αναλογία παραβασικών/διαμέσων/επιπολής κυττάρων. Η ερμηνεία του ορμονι- κού δείκτη είναι εφικτή μόνο όταν είναι διαθέσιμα η ηλικία της γυναίκας, η ημερο- μηνία της τελευταίας έμμηνης ρήσης, το κλινικό ιστορικό και το ιστορικό λήψης φαρμακευτικών σκευασμάτων.
• Η παρουσία φλεγμονωδών κυττάρων δεν αποτελεί ένδειξη φλεγμονής του κολπικού και τραχηλικού επιθηλίου. Η παρουσία λεμφοκυττάρων προερχόμενων από λεμφοζίδια αποδίδεται σε λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα και η διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνει κάποιο λέμφωμα ή μια υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Η αφθονία κολποβακτηρίων μπορεί να συνοδεύεται από κυτταρόλυση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η κυτταροπλασματική αναλογία, βασικό κριτήριο για τη διάγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων.
• Η παρουσία ακτινομυκήτων έχει ανιχνευθεί στα κολποτραχηλικά επιχρίσματα του 7% των γυναικών που χρησιμοποιούν ενδομητρικές αντισυλληπτικές συσκευές. Παρότι μόνο το 15% των ασθενών εμφανίζουν συμπτώματα, ακόμα και σε ασυ- μπτωματικές ασθενείς συστήνεται η αφαίρεση της ενδομητρικής συσκευής και η επανατοποθέτησή της μετά από επανάληψη του τεστ Pap, εφόσον αυτό θα τεκμηριώσει την απουσία του παθογόνου μικροοργανισμού.
• Τα κυτταρολογικά κριτήρια διάγνωσης πιθανής λοίμωξης από χλαμύδια δεν επιτυγχάνουν υψηλό ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας.
• Η παρουσία στοιχείων ενδεικτικών υπερκεράτωσης μπορεί να υποκρύπτει σοβαρότερες επιθηλιακές βλάβες, όπως κονδυλώματα ή ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Το ιστορικό χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας ή χρήσης ενδομητρικών αντισυλληπτικών συσκευών αποτελούν συνήθεις αιτίες αναγεννητικής ατυπίας και πρέπει να αναφέρονται οπωσδήποτε στο παραπεμπτικό της κυτταρολογικής εξέτασης.
• Σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα διαφορικής διάγνωσης μεταξύ ατυπίας και ατροφικού επιθηλίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικά οιστρογονικό σκεύασμα με σκοπό την τεχνητή ωρίμανση του επιθηλίου και στη συνέχεια να επανα- ληφθεί η κυτταρολογική εξέταση, 1 εβδομάδα μετά τη λήξη της θεραπείας. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η διάγνωση ατυπίας (ASC) σε μετεμηνοπαυσιακές γυναίκες επαληθεύεται ιστολογικά (ως ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση) μόνο στο 17% των περιπτώσεων και ηπαρουσία HPV μόνο στο 10%, σε αντίθεση με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, στις οποίες η διάγνωση ατυπίας επαληθεύεται σε ποσοστό 46% και η παρουσία HPV σε ποσοστό 50%.
• Η κατηγορία ASC-US εισήχθη το 1988 στο σύστημα ταξινόμησης Bethesda, προκειμένου να περιγράψει την παρουσία κυτταρικής ατυπίας πιο σοβαρής από αυτή που μπορεί να αποδοθεί σε αναγέννηση του επιθηλίου αλλά ελάχιστα αποκλίνουσας από μια σαφή διάγνωση ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας. Ουσιαστικά, ο όρος ASC-US εκφράζει περισσότερο μια υποψία και λιγότερο μια τυπική διάγνωση, ωστόσο η χρησιμότητά του έχει αναγνωριστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των κυτταρολόγων. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το σύνολο των ASC δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5% του συνόλου των τεστ Pap. Ειδικά, η αναλογία ASC/SIL διαγνώσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3/1. Μετά την τροποποίηση του συστήματος ταξινόμησης Bethesda, το 2001, τα ASC περιστατικά διακρίθηκαν σε αυτά που παρουσιάζουν μη διαγνωστική ατυπία (ASC-US) και σε αυτά των οποίων η κυτταρολογική εικόνα δεν μπορεί να αποκλείσει την παρουσία HGSIL (ASC-H). Σε περίπτωση που διαγνωσθεί κυτταρολογικά μη διαγνωστική ατυπία των κυττάρων του πλακώδους επιθηλίου, πρέπει να ανιχνευθεί το παθογόνο στέλεχος του ιού HPV και να επαναληφθεί η κυτταρολογική εξέταση σε 4-6 μήνες. Εάν ανιχνευθούν εκ νέου άτυπα κύτταρα και το στέλεχος HPV είναι υψηλής επικινδυνότητας, τότε συνιστάται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού. Εάν η κολποσκόπηση δεν τεκμηριώσει την παρουσία ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης ή νεοπλασίας, τότε συνιστάται επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης για 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών και επανέλεγχος του DNA του ιού HPV σε 12 μήνες. Εάν οι δύο κυτταρολογικές εξετάσεις καταδείξουν εκ νέου την παρουσία άτυπων κυττάρων, τότε συνιστάται κολποσκόπηση, αλλιώς η ασθενής δεν ανήκει πλέον στην ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Η υποκατηγορία ASC-H αποτελεί το 5-10% του συνόλου των περιπτώσεων ASC. H διάγνωση ASC-H συνδυάζεται στο 48% των περιπτώσεων με ιστολογική διάγνωση HGSIL, έναντι μόνο 13% των απλών περιπτώσεων ASC-US. Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση μιας κυτταρολογικά διαγνωσμένης περίπτωσης ASC-H είναι η διενέργεια κολποσκόπησης και η λήψη βιοπτικού υλικού. Σε περίπτωση που η κυτταρολογική ατυπία δεν επιβεβαιωθεί ιστολογικά, τότε συνιστάται ανασκόπηση του κυτταρολογικού υλικού και επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε διάστημα 6 και 12 μηνών καθώς και η μετά έτος εργαστηριακή τυποποίηση του παθογόνου στελέχους HPV.
Σε περίπτωση που ο περαιτέρω έλεγχος αποβεί αρνητικός, η ασθενής δεν θεωρείται ότι ανήκει πλέον σε ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Αδενικά κύτταρα που μοιάζουν με τα φυσιολογικά ενδοτραχηλικά κύτταρα, παρατηρούνται περίπου στο 2% των γυναικών οι οποίες έχουν ιστορικό ολικής υστερεκτομής, ειδικά δε εκείνων που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία. Πιθανότατα οφείλονται σε αδενική μετάπλαση φυσιολογικών πλακωδών κυττάρων. Η πιθανότητα αυτή πρέπει να είναι εις γνώση του κυτταρολόγου, ο οποίος καλείται να απο- κλείσει την παρουσία ενός πιθανού αδενοκαρκινώματος.
• Σε περίπτωση που τα αδενικά κύτταρα παρουσιάζουν ατυπία που θέτει υπό- νοια αδενοκαρκινώματος in situ (ΑΙS) ή αδενοκαρκινώματος, τότε η κυτταρολογική εικόνα ταξινομείται ως AGC-US (Atypical Glandular Cells of Undetermined Significance). H κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε AGC-ενδομητρικής προέλευσης, AGC-ενδοτραχηλικής προέλευσης και σε AGC-ΝOS (Non Otherwise Specified).
• Περίπου το 50% των ασθενών με διάγνωση AGC-ενδομητρικής προέλευσης παρουσιάζουν τελικά κάποια σημαντική αλλοίωση, η οποία μπορεί να είναι διηθητικό ή in situ αδενοκαρκίνωμα, αλλά μπορεί και να είναι πλακώδους προέλευσης. Η παρουσία άτυπων ενδομητρικών κυττάρων έχει συσχετισθεί με μεγαλύτερη πιθανό- τητα παρουσίας νεοπλασίας. Σε ασθενείς με διάγνωση AGC-US είναι απαραίτητη η κολποσκόπηση, με διενέργεια ιστοληψίας ή και ευρύτερης βιοψίας (εάν κυτταρολογικά έχει τεθεί ισχυρή υπόνοια παρουσίας νεοπλασίας). Επιπλέον, σε γυναίκες αυτής της κατηγορίας με ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών ή με απροσδόκητη αιμορραγία από τον κόλπο, πρέπει να λαμβάνεται βιοπτικό υλικό από το ενδομήτριο. Σε περί- πτωση που οι επιπλέον εξετάσεις δεν τεκμηριώσουν την παρουσία καρκινικών ή προκαρκινικών αλλοιώσεων, τότε συστήνεται η επανάληψη του τεστ Pap για 4 διαδοχικές φορές, με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Εάν οι συνεχόμενες κυτταρολογικές εξετάσεις τεκμηριώσουν την παρουσία παθολογικών αλλοιώσεων, τότε συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης, αλλιώς η ασθενής παύει να ανήκει σε ομάδα υψη- λού κινδύνου.
• Οι ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις αποτελούν προκαρκινικές μορφές, οι οποίες μπορούν να διαγνωσθούν κυτταρολογικά. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία προκύπτει ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 57%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 32%, εξελίσσονται σε υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σε ποσοστό 11% και σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 1%. Αντίστοιχα, οι υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 33%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 44%, εξελίσσονται σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 8%.
• Στην παθογένεια των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων υπεισέρχεται ο ιός HPV, του οποίου και έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 100 διαφορετικά παθογόνα στελέχη. Εξ αυτών, μόνο 40 προσβάλλουν το γυναικείο γεννητικό σύστημα. Από τα 40 αυτά στελέχη, μόνο τα 20 θεωρούνται υψηλού κινδύνου και έχουν ανιχνευθεί στο 90% των περιπτώσεων τόσο ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας όσο και διηθητικού καρκινώματος. Τέτοια στελέχη του ιού HPV με υψηλή επικινδυνότητα είναι τα υπ’ αριθμόν 16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85.
• Tεχνικές μοριακής ανάλυσης HPV DNA που εφαρμόζονται σε κυτταρολογικό υλικό είναι: α) η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR), χρησιμοποιώντας γενικούς εκκινητές που στοχεύουν στην L1 γονιδιακή περιοχή για screening (42 τύποι) και τεχνικές τυποποίησης (π.χ. DNA Μικροσυστοιχίες) των συχνότερων στελεχών του ιού χαμηλού κινδύνου (6, 11, 40, 42, 43, 44, 54, 61, 62, 71, 72, 81, 83, 84, 89, IS39, CP6108) και υψηλού κινδύνου (16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85) β) η τεχνική του in situ υβριδισμού μπορεί να διακρίνει την παρουσία ενσωμάτωσης του ιικού DNA στο DNA του ανθρώπινου κυττάρου.
• Ο έλεγχος του HPV DNA έχει εγκριθεί ως η βασική δοκιμασία µαζικού ελέγχου σε συνδυασµό µε το τεστ Pap για την παρακολούθηση περιπτώσεων µε ASC-US.
• Ανίχνευση της έκφρασης της καψιδιακής πρωτεΐνης L1 του ιού HPV και του ογκο- κατασταλτικού γονιδίου p16 επίσης προσφέρουν στην πρόγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας σε συνδυασμό με την κυτταρολογι- κή εξέταση.
• Η κάλυψη που παρέχουν τα εμβόλια HPV δεν είναι πλήρης, για το λόγο αυτό δεν πρέπει να παραμελείται η συστηματική παρακολούθηση των γυναικών με τεστ Pap και HPV τεστ.
• Η προσβολή από HPV με ή χωρίς παρουσία ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων τραχήλου της μήτρας CIN 1, ταξινομείται πλέον ως χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση του πλακώδους επιθηλίου (LGSIL), ενώ οι αλλοιώσεις CIN 2 και 3 με ή χωρίς τη συνύπαρξη αλλοιώσεων από τον ιό HPV, ταξινομούνται πλέον ως υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις (HGSIL). Ο λόγος είναι καθαρά κλινικός και αφορά στη διαπίστωση ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σπάνια υφίστανται κακοήθη εξαλλαγή, σε αντίθεση με τις υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, οι οποίες έχουν ενοχοποιηθεί για πολύ υψηλά ποσοστά κακοήθους εξαλλαγής.
• Η ταξινόμηση μιας ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης επιτυγχάνεται με ασφάλεια με την απλή μικροσκόπηση. Ο προσδιορισμός του στελέχους HPV δεν μπορεί να προσφέρει στην ταξινόμηση της βλάβης, δεδομένου ότι τα χαμηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού εντοπίζονται μεν συχνότερα σε περιπτώσεις LGSIL, ωστόσο τα υψηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού παρατηρούνται σε μεγάλα ποσοστά τόσο των LGSIL όσο και των HGSIL.
• H κυτταρολογική διάγνωση LGSIL πρέπει να ακολουθείται από κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από τις ύποπτες περιοχές. Έχει παρατηρηθεί ότι το 18% των γυναικών με κυτταρολογική διάγνωση LGSIL παρουσιάζουν ιστολογική εικόνα HGSIL στη βιοψία που ακολουθεί. Η εξέταση ανίχνευσης HPV δεν αποδίδει, δε- δομένου ότι αποβαίνει θετική στο 83% των περιπτώσεων. Η διενέργεια εκτομής ή απόξεσης δεν έχει θέση, εάν προηγουμένως δεν έχει διενεργηθεί ιστολογικός έλεγχος της ύποπτης περιοχής. Σε περίπτωση που η κολποσκόπηση δεν αποδώσει ή είναι αρνητική, τότε συστήνεται η λήψη κυτταρολογικού υλικού από τον ενδοτράχηλο, εκτός αν η ασθενής είναι έγκυος. Σε περίπτωση που και πάλι δεν αποδειχτεί η παρουσία κάποιας προκαρκινικής αλλοίωσης, τότε συστήνεται η επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε 6 μήνες ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV σε ένα έτος. Σε περίπτωση που οι δύο αυτές εξετάσεις δείξουν την παρουσία άτυπων πλακωδών κυττάρων ή προσβολής από τον ιό HPV, τότε συνιστάται η επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η ασθενής συστήνεται να υποβληθεί στον συνήθη κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας.
• Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις LGSIL σε έφηβες γυναίκες, τότε επι- βάλλεται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη, η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση αφορά τα βασικά και τα παραβασικά κύτταρα του φυσιολογικού πλακώδους επιθηλίου. Συνοδεύεται στο 97% των περιπτώσεων με προσβολή από υψηλής επικινδυνότητας στέλεχος του ιού HPV. Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις HGSIL, τότε επιβάλλεται η κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Εάν αποδειχτεί ιστολογικά ότι δεν υπάρχει καθόλου αλλοίωση ή πρόκειται για μια LGSIL, τότε τα προηγούμενα κυτταρολογικά δείγματα πρέπει να ανασκοπηθούν και να επαναξιολογηθούν. Εάν τα ιστολογικά ευρήματα ταυτιστούν με τα κυτταρολογικά, τότε συστήνεται η διαγνωστική εκτομή, εφόσον η ασθενής δεν είναι έγκυος. Εάν πρόκειται για νεαρές γυναίκες, συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε εγκύους γυναίκες η κολποσκόπηση πρέπει να γίνεται από πεπειραμένους γυναικολόγους, δεδομένου ότι η λήψη δείγματος από τον ενδοτράχηλο αντενδείκνυται αυστηρά σε περίπτωση εγκυμοσύνης. Εν γένει, σε εγκύους γυναίκες δεν ενδείκνυται η θεραπευτική αντιμετώπιση της HGSIL, παρά μόνο σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ανάπτυξη διηθητικού πλακώδους καρκινώματος. Σε περίπτωση που ένα δείγμα παρουσιάζει αλλοιώσεις τόσο HGSIL όσο και LGSIL, τότε κατατάσσεται ως HGSIL αλλοίωση. Ωστόσο, πολλές φορές τα έντονα δυσπλαστικά κύτταρα είναι πολύ λίγα. Η δυνατότητα διάκρισης μιας HGSIL από ένα πλακώδες διηθητικό καρκίνωμα και αντιστρόφως, πολλές φορές δεν είναι απόλυτα εφικτή σε κυτταρολογικά υλικά. Το γεγονός αυτό πρέπει να είναι γνωστό στον κλινικό ιατρό, ο οποίος πρέπει να επαληθεύει σε δεύτερο χρόνο την παθολογική κυτταρολογική διάγνωση με κολποσκόπηση και βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα in situ (AIS) εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες γύρω από τα 38 έτη. Η κυτταρολογική του διάγνωση είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και ακριβής. Η κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS δεν αποκλείει τη συνύπαρξη διηθητικού αδενοκαρκινώματος, για τον λόγο αυτό ο ιστολογικός έλεγχος είναι επιβεβλημένος. Ωστόσο, ακόμα και ιστολογικά, η διάκριση μεταξύ διηθητικού και in situ αδενοκαρκινώματος είναι πολλές φορές δυσχερής. Μια γυναίκα με κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS πρέπει να υποβληθεί σε κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού και από το ενδομήτριο. Εάν ο ιστολογικός έλεγχος δεν τεκμηριώσει την παρουσία παθολογικής αλλοίωσης, τότε είναι πιθανό να απαιτηθεί ευρύτερη βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα του ενδοτραχήλου αποτελεί το 25% των καρκίνων του τραχή- λου της μήτρας. Παρατηρείται σε ελαφρά μεγαλύτερες ηλικίες από το αδενοκαρκίνωμα in situ και μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικό ή να συνοδεύεται από αιμορραγία και κολπικές εκκρίσεις. Η παρουσία HPV έχει ανιχνευθεί και σε αυτό το νεόπλασμα.
• Η χρήση του τεστ Pap δεν αποτελεί αξιόπιστη μέθοδο ελέγχου ύποπτων ενδομητρικών αλλοιώσεων, ωστόσο μερικές φορές είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στα τεστ Pap νεοπλασματικά κύτταρα από τέτοιες βλάβες.
• Το μη Hodgkin λέμφωμα αναπτύσσεται πολύ σπάνια ως πρωτοπαθές νεόπλασμα στον κόλπο και τον τράχηλο. Στην κυτταρολογική διαφορική του διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνεται η λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα.
• Μεταστατικά νεοπλάσματα στον κόλπο και τον τράχηλο, μπορεί να προέρχονται από τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες, το παχύ έντερο, την ουροδόχο κύστη, την ουρήθρα ή σπανιότερα από τον μαστό, τον πνεύμονα, το πάγκρεας και το νεφρό.

Τα κονδυλώματα και η αντιμετώπιση τους
Η λοίμωξη από τον ιό των κονδυλωμάτων είναι η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσος. Εκτιμάται ότι 50-70% των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών θα προσβληθούν από τον ιό HPV καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Το 60% των γυναικών είναι θετικές στον ιό των κονδυλωμάτων μόλις 3 έτη μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή τους.
Υπολογίζεται ότι σε κάθε σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο χωρίς προφύλαξη υπάρχει κίνδυνος 70% μόλυνσης από τον ιό. Κονδυλώματα όμως θα εμφανιστούν σε μόλις 10% αυτών που θα μολυνθούν, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο ιός των κονδυλωμάτων αντιμετωπίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση.
Οι τύποι HPV 6 και 11 ευθύνονται για το 90% των κονδυλωμάτων.
Σε αντίθεση με τα κονδυλώματα, ο ίδιος ο ιός δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον οργανισμό.
Άπαξ και μολύνει τα κύτταρα παραμένει για πάντα μέσα τους, ωστόσο οι δυσπλασίες και τα κονδυλώματα μπορούν να αφαιρεθούν.
Χαμηλού κινδύνου ιοί που προκαλούν κυρίως κονδυλώματα είναι οι HPV6, HPV11, 42, 43 και 44.
Υψηλού κινδύνου που ενέχονται για δυσπλασίες, καρκίνο τραχήλου και άλλους καρκίνους είναι οι HPV16, HPV18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59 και 68.

Κονδυλώματα - Συμπτώματα
Ο χρόνος επώασης των κονδυλωμάτων κυμαίνεται από 1-8 μήνες ή και περισσότερο.
Τα τυπικά οξυτενή κονδυλώματα παρουσιάζονται σαν ρόδινες ή γκριζωπές βλάβες, μαλακές με λεία, κοκκώδη ή ανθοκραμβοειδή επιφάνεια και βάση πεπλατυσμένη ή μισχωτή.
Τα κονδυλώματα πολλαπλασιάζονται με αυτοενοφθαλμισμό και μπορεί να συρρέουν και να σχηματίζουν μεγάλες πλάκες. Τα κονδυλώματα είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους ασυμπτωματικά και ανώδυνα. Σπανίως οι πάσχοντες από κονδυλώματα αναφέρουν κνησμό, αίσθηση καύσου, πόνο ή αιμορραγία εξ αιτίας των κονδυλωμάτων.
Στους άνδρες τα κονδυλώματα συνήθως εντοπίζονται στη βάλανο, στο έσω πέταλο της ακροποσθίας.
Κονδυλώματα στο σώμα του πέους, στο όσχεο, στο εφήβαιο, στην ουρήθρα και σπάνια στην ουροδόχο κύστη μπορεί να εμφανιστούν. Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η φίμωση, η ουρηθρίτιδα, η οξυουρίαση η τοπική χρήση κορτικοστεροειδών, η ανοσοκαταστολή.
Υψηλή επίπτωση κονδυλωμάτων έχουμε σε σακχαρώδη διαβήτη, HIV φορείς και σε χρόνια λήψη ανοσοκαταστασλικών φαρμάκων.
Στις γυναίκες τα κονδυλώματα εντοπίζονται στα μικρά και τα μεγάλα χείλη, στην ουρήθρα, στον κόλπο και στον τράχηλο της μήτρας, ενώ σπανίως μπορεί να προσβληθεί από κονδυλώματα και η ουροδόχος κύστη όπως και στους άνδρες.
Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η εγκυμοσύνη, η λοίμωξη με τριχομονάδα, αλλά και άλλες λοιμώξεις που έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαβροχή της περιοχής από τις κολπικές εκκρίσεις. Ιδίως κατά την εγκυμοσύνη, τα κονδυλώματα μπορεί να είναι υπερπλαστικά και να πάρουν μεγάλες διαστάσεις.
Άλλη θέση εντοπισμού των κονδυλωμάτων είναι ο πρωκτός.
Τα κονδυλώματα πρωκτού πολύ συχνά εντοπίζονται μέσα στον πρωκτό όπως και στο περιπρωκτικό δέρμα. Η μόλυνση με τον ιό HPV συνήθως γίνεται κατά την επαφή, ωστόσο τα κονδυλώματα πρωκτού μπορούν να εμφανισθούν και χωρίς πρωκτική επαφή.
Η μετάδοση κονδυλωμάτων πρωκτού μπορεί να γίνει με τα δάκτυλα, π.χ. κατά τη διάρκεια του πλυσίματος. Παράγοντες που μετατρέπουν ή εξασθενούν το ανοσοποιητικό (μόλυνση με τον ιό HIV, ανοσοκαταστολή, σακχαρώδης διαβήτης, χορήγηση κορτιζόνης ή επάλειψη στην περιοχή του πρωκτού με κρέμες κορτιζόνης) προδιαθέτουν στην εκδήλωση κονδυλωμάτων πρωκτού.
Άλλες εξωγεννητικές και σπανιότερες θέσεις εντοπισμού των κονδυλωμάτων αποτελούν ο βλεννογόνος του στόματος και ιδιαίτερα οι γωνίες των χειλέων, ο φάρυγγας, οι επιπεφυκότες, οι μασχάλες, ο ομφαλός και τα μεσοδακτύλια διαστήματα των ποδιών.
Πέρα από τα κονδυλώματα, η εμμένουσα λοίμωξη με τους υψηλής επικινδυνότητας υποτύπους του ιού HPV, οι οποίοι έχουν την τάση να μην υποστρέφουν και να ενσωματώνονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα, έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση προκαρκινικών αλλοιώσεων όπως ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία τραχήλου (CIN), αιδοίου (VIN), πέους (PIN) και ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία του πρωκτού (AIN).
Αυτές είναι προκαρκινικές δυσπλασίες που συχνά συνυπάρχουν με κονδυλώματα και οι οποίες ενδέχεται να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Η μεγάλη σημασία που έχουν τα κονδυλώματα όταν εμφανίζονται σε γυναίκες έγκειται στο γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των γυναικών που έχουν εμφανίσει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, έχουν εμφανίσει και κονδυλώματα στην περιοχή αυτή, και μάλιστα πιο συγκεκριμένα έχουν προσβληθεί από τους υποτύπους 16,18 του ιού HPV.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν παρουσιάζουν όλες οι γυναίκες που έχουν παρουσιάσει κονδυλώματα, καρκίνο του τραχήλου.

Κονδυλώματα – Επιπλοκές
Οι επιπλοκές των κονδυλωμάτων διακρίνονται σε ελάσσονες και μείζονες και είναι οι εξής:
Ελάσσονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: εκλώσεις και δημιουργία πληγών, αιμορραγία, επιμόλυνση, μηχανικά προβλήματα κατά την ούρηση και ψυχολογικά προβλήματα
Μείζονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: γιγάντια κονδυλώματα, δυσπλασίες, καρκίνοι πρωκτογεννητικής χώρας, καρκίνος τραχήλου, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Κονδυλώματα – Διάγνωση
Η διάγνωση των κονδυλωμάτων γίνεται κυρίως κλινικά και επισκοπικά. Ο έμπειρος δερματολόγος θα διαγνώσει τα κονδυλώματα και θα προτείνει την κατάλληλη μέθοδο θεραπείας. Σε ορισμένες υποκλινικές μορφές η διάγνωση των κονδυλωμάτων μπορεί να γίνει με επάλειψη διαλύματος οξεικού οξέος 5%, η χρήση του οποίου αμφισβητείται από κάποιους γιατί μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς.
Σπάνια θα χρειαστεί βιοψία και ιστολογική εξέταση για τη διάγνωση των κονδυλωμάτων και κυρίως σε διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Με τη μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) ανιχνεύεται το DNA του ιού του κονδυλώματος και μπορούμε να κάνουμε τυποποίηση του ιού.
Δεν έχει όμως νόημα και πρακτικά δεν εφαρμόζεται στην διάγνωση των κονδυλωμάτων, γιατί δεν μεταβάλλουν το θεραπευτικό πλάνο.

Κονδυλώματα – Διαφορική Διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση των κονδυλωμάτων θα πρέπει να γίνει κυρίως από τα πλατέα κονδυλώματα της δευτερογόνου σύφιλης, τα θηλώματα, τους σπίλους, τις μυρμηκιές, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, τη βλαστική πέμφιγα, το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα και τη μολυσματική τέρμινθο.
Επίσης με κονδυλώματα μοιάζουν και οι μαργαριταροειδείς βλατίδες του πέους που είναι φυσιολογικοί αδένες γύρω από τη βάλανο του πέους που μπορεί να διογκώνονται.

Κονδυλώματα - Πρόληψη
Δεδομένου ότι το 70% των ενεργών σεξουαλικά ενηλίκων έχει μολυνθεί από τους ιούς HPV, ο μόνος τρόπος 100% πρόληψης των κονδυλωμάτων θα ήταν θεωρητικά η αυστηρή μονογαμία. Επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να εφαρμοστεί, απαιτείται η χρήση προφυλακτικού για την πρόληψη των κονδυλωμάτων, το οποίο όμως δεν προστατεύει 100%.
Η περιτομή στους άνδρες έχει βρεθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης και μόλυνσης από τα κονδυλώματα.
Σήμερα είναι διαθέσιμα 2 εμβόλια.

Κονδυλώματα - Αντιμετώπιση
Ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των βλαβών επιλέγεται η αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με τοπικές κρέμες ή αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με καταστροφικές μεθόδους, όπως κρυοθεραπεία, διαθερμοπηξία, laser.
Μπορούμε σήμερα να έχουμε πολύ υψηλά ποσοστά αντιμετώπισης κονδυλωμάτων σε μία μόνο επίσκεψη.
Αυτό επιτυγχάνεται με αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με laser CO2 σε συνδυασμό σε κάποιες περιπτώσεις με χειρουργική αντιμετώπιση κονδυλωμάτων όπου αυτό απαιτηθεί.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με Laser διοξειδίου του άνθρακα πλεονεκτεί σήμερα όλων των διαθέσιμων μεθόδων. Η laser θεραπεία κονδυλωμάτων στοχεύει επιλεκτικά μόνο στα υπάρχοντα κονδυλώματα αφήνοντας ανέπαφο το γύρω υγιές δέρμα.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser χαρακτηρίζεται από απουσία μετεγχειρητικού πόνου και ουλών, ενώ το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο. Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser είναι μια αναίμακτη μέθοδος, η δέσμη του laser εφαρμόζεται στοχευμένα στην πάσχουσα περιοχή κατόπιν τοπικής αναισθησίας με διάλυμα ξυλοκαΐνης 2% και μπορεί να καταστρέψει όλα τα υπάρχοντα σε μία δεδομένη στιγμή κονδυλώματα με μία μόνο συνεδρία.
Είναι η πλέον ανώδυνη, χωρίς παρενέργειες όταν εφαρμόζεται από εξειδικευμένο Δερματολόγο και αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας κονδυλωμάτων και αποτελεί την αντιμετώπιση εκλογής για μικρού και μεσαίου μεγέθους αλλοιώσεις.
 

Γιατί να επιλέξει κάποια φίλη το κέντρο μας για να κάνει ΤΕΣΤ ΠΑΠ υγρής φάσης:
Δημιουργήσαμε ένα χώρο με άμεση πρόσβαση (δίπλα στο σταθμό ΜΕΤΡΟ Κατεχάκη) με πολύ μεράκι και αγάπη, με σκοπό να δώσουμε στις γυναίκες φίλες τη δυνατότητα να μας γνωρίσουν και να κάνουν στο κέντρο μας αυτή την τόσο σημαντική προληπτική ιατρική εξέταση.Εμείς κάνουμε ταυτόχρονα και τη λήψη και τη διάγνωση του ΤΕΣΤ ΠΑΠ.
Πέραν όμως του πολύ χαμηλού οικονομικού κόστους, οι υπηρεσίες μας είναι πολύ υψηλής ποιότητας και για το λόγο αυτό είμαστε ένα από τα ελάχιστα κυτταρολογικά εργαστήρια στην Ελλάδα που έχουν διαπιστευθεί κατά ELOT EN ISO 15189. Η πιστοποίησή μας αυτή δεν είναι κενό γράμμα, αλλά αντανακλά την συνολική προσπάθειά μας να παρέχουμε αξιόπιστες, διεθνώς αναγνωρισμένες ιατρικές υπηρεσίες, εφαρμόζοντας ένα Σύστημα Ολικής Διαχείρισης Ποιότητας και δίνοντας σημασία σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που μας φέρνουν πιο κοντά στα σύγχρονα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Επιγραμματικά και μόνο θα αναφερθώ σε μερικά από τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε:
Άνετοι και λειτουργικοί χώροι δειγματοληψίας
Μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας (δύο μηχανήματα κυτταρολογίας υγρής φάσης, σύστημα αυτόματης χρώσης, κυτταροφυγόκεντροι, μικροσκόπια με καμέρα)
Άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό για ανώδυνες λήψεις τεστ παπ
Οι 4 ιατροί κυτταρολόγοι του κέντρου μας είναι καταξιωμένοι επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, με πλούσιο επιστημονικό έργο
Τηρούμε πλήρες αρχείο πλακιδίων και παραπεμπτικών σε βάθος 10ετίας
Εφαρμόζουμε μέτρα εσωτερικού ελέγχου ποιότητας
Συμμετέχουμε σε προγράμματα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας
Κάθε ΤΕΣΤ ΠΑΠ μικροσκοπείται από 2 τουλάχιστον κυτταρολόγους
Έκδοση απάντησης εντός 24 ωρών
Απάντηση με εικόνες από αντιπροσωπευτικές θέσεις
Σχολιασμός εικόνων από ειδικό κυτταρολόγο
Δωρεάν παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, εαν χρειαστεί από τον Επιστημονικό διευθυντή και τους γιατρούς μας

Είμαι πολύ καλά, δεν έχω ενοχλήσεις, δεν έχω υγρά, χρειάζεται να κάνω τεστ Παπανικολάου;

ΝΑΙ. Το τεστ γίνεται ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ, δηλαδή όταν είστε καλά. Αν έχετε κάποια ενόχληση, αν «κάτι δεν πηγαίνει καλά», επισκεφθείτε τον Γυναικολόγο γιά εξέταση, όχι γιά τεστ Παπανικολάου.

Από ποια ηλικία είναι καλό να γίνεται το τεστ Παπανικολάου και μέχρι ποια ηλικία;

Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, η λήψη τεστ πρέπει να αρχίζει από τη ηλικία των 20 ετών και μετά (σε ενεργές σεξουαλικά γυναίκες). Σε γυναίκες μικρότερης ηλικίας, που έχουν αρχίσει σεξουαλικές επαφές και στις οποίες υπάρχουν προβλήματα ανοσοκαταστολής, μπορεί η λήψη του τεστ να αρχίσει νωρίτερα. Σε ατομικό επίπεδο, συνηθίζεται η λήψη τεστ Παπανικολάου να γίνεται μαζί με την ετήσια Γυναικολογική εξέταση. Σε προγράμματα μαζικού ελέγχου για την πρόληψη του καρκίνου της μήτρας έχει αποδειχθεί ότι σε γυναίκες χωρίς ιστορικό CIN θα μπορούσε η λήψη του τεστ Παπανικολάου να γίνεται ανά διετία ή και ανά τριετία. Όμως, αυτό πρέπει να αποφασίζεται από το γιατρό της κάθε γυναίκας, με βάση την ηλικία της, το ιστορικό της και τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου. Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι γυναίκες 65 ετών ή μεγαλύτερες, που είχαν 3 πρόσφατα τεστ χωρίς παθολογία και κανένα παθολογικό τεστ εντός της τελευταίας δεκαετίας, μπορούν να σταματήσουν να ελέγχονται με τεστ Παπανικολάου. Πρέπει να τονίζεται στις γυναίκες αυτές, ότι αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν πρέπει να ελέγχονται κάθε χρόνο για πρόληψη των καρκίνων των ωοθηκών, του ενδομητρίου, του αιδοίου και κυρίως του μαστού. Η ετήσια προληπτική κλινική εξέταση είναι απαραίτητη, όπως και άλλες εξετάσεις, που ενδεχόμενα θα υποδειχθούν από το γιατρό τους (μαστογραφία, υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων κ.ά.).

Ποιές γυναίκες δεν χρειάζεται να κάνουν τεστ Παπανικολάου;

Α) Γυναίκες μετά την ηλικία των 70, που τα τρία τελευταία ετήσια τεστ ήταν φυσιολογικά.
Β) Γυναίκες που έχουν υποστεί ολική υστερεκτομή, αλλά όχι για καρκίνο ή προκαρκινικές βλάβες.

Ποια είναι η αξιοπιστία- ακρίβεια του τεστ Παπανικολάου ;

Όπως σε όλες τις άλλες ιατρικές εξετάσεις, δεν λείπουν και εδώ οι ψευδώς αρνητικές και ψευδώς θετικές απαντήσεις. Πολλές γυναίκες που προσβλήθηκαν από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας είχαν παλαιότερα ένα ή και περισσότερα αρνητικά τεστ Pap. To ποσοστό των ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις διηθητικού καρκίνου ποικίλλει από 16 έως 82%. Η μεγάλη διαφορά στα αναφερόμενα ποσοστά πιθανόν να οφείλεται σε λάθη μεθοδολογίας κατά την ανασκόπηση των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων.
• Το ποσοστό ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις ενδοεπιθηλιακής δυσπλασίας είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς, γιατί συνήθως δεν λαμβάνεται βιοψία από γυναίκες με αρνητικό τεστ Pap. Οι λίγες υπάρχουσες αξιόπιστες σχετικές μελέτες υπολογίζουν τη μέση ευαισθησία του τεστ Pap σε 47% (μεταξύ 30 και 80%) και τη μέση ειδικότητα σε 95% (μεταξύ 86 και 100%).
• Η συμφωνία μεταξύ διαφορετικών κυτταρολόγων ως προς τη διάγνωση (αναπαρα- γωγιμότητα της διάγνωσης) επίσης δεν είναι απόλυτη. Σε μία μεγάλη μελέτη, κατά την οποία εξετάσθηκαν κολποτραχηλικά επιχρίσματα τα οποία ταξινομήθηκαν σε 4 διαγνωστικές κατηγορίες (αρνητικά για κακοήθεια, μη διαγνωστική ατυπία, χα- μηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία και υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία), η κ στατιστική παράμετρος υπολογίστηκε σε 0,46 καταδεικνύοντας μέτρια αναπαραγωγιμότητα των κυτταρολογικών διαγνώσεων. Tο μεγαλύτερο πρόβλημα αναπαραγωγιμότητας της κυτταρολογικής διάγνωσης παρουσιάστηκε στην κατηγορία της μη διαγνωστικής ατυπίας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι στην ίδια έρευνα, η κ στατιστική παράμετρος για τα αντίστοιχα ιστολογικά παρασκευάσματα ήταν ακριβώς η ίδια (0,46), γεγονός που αποδεικνύει ότι η αναπαραγωγιμότητα της κυτταρολογικής διάγνωσης δεν υστερεί σε σχέση με την αναπαραγωγιμότητα της ιστολογικής διάγνωσης, άρα η διαφωνία μεταξύ κυτταρολόγων είναι τόσο πιθανή όσο και η διαφωνία μεταξύ παθολογοανατόμων.
• Κατά συνέπεια, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για σωστή και επιμελή τεχνική λήψης και επίστρωσης των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων από γυναικολόγους ή νοσηλευτές, ούτως ώστε να λαμβάνεται επαρκές κυτταρολογικό υλικό. Ακόμη είναι απαραίτητη η επιμελής εξέταση των δειγμάτων από κυτταρολόγο με ικανοποιητική εμπειρία.
• Ο συνδυασμός τεστ Pap και HPV DNA τεστ διαθέτει ευαισθησία >96% στην ανίχνευση υψηλόβαθμης ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης (HGSIL).

Μπορεί το τεστ Παπανικολάου να κάνει λάθος;

Το τεστ είναι μια εξέταση που έχει και λάθος αποτελέσματα. Αυτά μπορεί να οφείλονται στον τρόπο που παίρνονται τα κύτταρα ή στο από πού παίρνονται ή στον τρόπο που τοποθετούνται στα γυάλινα πλακάκια ή στον τρόπο που σταθεροποιούνται ή στον τρόπο που φυλάσονται, στην προετοιμασία της γυναίκας κλπ. Επειδή τόσοι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την αξιοπιστία του αποτελέσματος, είναι λογικό να κυμαίνεται το ψευδώς αρνητικό (δηλαδή το τεστ να φαίνεται φυσιολογικό, αλλά να μην είναι) σε επίπεδα από 20 – 35%. Η τακτική επανάληψη του τεστ κάθε χρόνο διορθώνει αυτό το λάθος, γιατί είναι εξαιρετικά απίθανο στατιστικά να γίνει το λάθος δύο συνεχόμενες χρονιές.

Χρήσιμες πληροφορίες - Κλινικο-εργαστηριακή συσχέτιση
Η παρουσία αυτόματα αποφολιδούμενων ενδομητρικών κυττάρων παρατηρείται φυσιολογικά μόνο κατά τις 12 πρώτες ημέρες του κύκλου. Απόπτωση εν- δομητρικών κυττάρων μετά την ημέρα αυτή μπορεί να οφείλεται στην παρουσία ενδομητρίτιδας, ενδομητρικών πολυπόδων ή στη χρήση αντισυλληπτικών ενδομητρικών συσκευών. Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η απόπτωση ενδομητρικών κυττάρων πέρα από τη 12η ημέρα του κύκλου δεν έχει σχεδόν ποτέ συσχετισθεί με την παρουσία ενδομητρικού αδενοκαρκινώματος. Για το λόγο αυτό, η παρουσία ενδομητρικών κυττάρων δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην κυτταρολογική απάντηση σε περίπτωση γυναικών ηλικίας μικρότερης των 40 ετών. Η παρουσία ακόμα και καλοήθων ενδομητρικών κυττάρων σε τεστ Pap γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών, ανεξαρτήτως της ορμονικής τους κατάστασης, πρέπει να μας προβληματί- ζει δεδομένου ότι το 6% των περιπτώσεων αφορά σε καρκινώματα και το 12% σε υπερπλασία του ενδομητρίου, πόσο μάλλον όταν το 25% των γυναικών με καρκινική ή προκαρκινική αλλοίωση στο ενδομήτριο είναι ασυμπτωματικές και ουσιαστικά η αρχική ανίχνευση της καρκινικής ή προκαρκινικής αλλοίωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο κυτταρολογικά.
• Μετά κωνοειδή εκτομή ή από λανθασμένο χειρισμό, είναι δυνατόν το δείγμα να περιέχει στρωματικά ή αδενικά κύτταρα του ενδομητρίου, τα οποία μπορεί να θέσουν υπόνοια νεοπλασματικής εξεργασίας. Η ενδομητρίωση του τραχήλου πα- ρουσιάζει παρόμοια κυτταρολογική εικόνα.
• Κύτταρα από τον πλακούντα παρατηρούνται μόνο στο 0,1% των εγκύων γυναι- κών και άρα αποτελούν ένα εξαιρετικά σπάνιο εύρημα. Η παρουσία των κυττάρων αυτών δεν αποτελεί ένδειξη επικείμενης αποβολής.
• Με το τεστ Pap είναι εφικτός ο ορμονικός έλεγχος, δεδομένου ότι ο βαθμός ωρί- μανσης του επιθηλίου εξαρτάται από τα επίπεδα ορμονών που κυκλοφορούν στο αίμα. Τα δείγματα γι’ αυτό τον σκοπό λαμβάνονται από το πλάγιο κολπικό τοίχωμα. Ο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης είναι ο δείκτης ωρίμανσης, ο οποίος είναι η αναλογία παραβασικών/διαμέσων/επιπολής κυττάρων. Η ερμηνεία του ορμονι- κού δείκτη είναι εφικτή μόνο όταν είναι διαθέσιμα η ηλικία της γυναίκας, η ημερο- μηνία της τελευταίας έμμηνης ρήσης, το κλινικό ιστορικό και το ιστορικό λήψης φαρμακευτικών σκευασμάτων.
• Η παρουσία φλεγμονωδών κυττάρων δεν αποτελεί ένδειξη φλεγμονής του κολπικού και τραχηλικού επιθηλίου. Η παρουσία λεμφοκυττάρων προερχόμενων από λεμφοζίδια αποδίδεται σε λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα και η διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνει κάποιο λέμφωμα ή μια υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Η αφθονία κολποβακτηρίων μπορεί να συνοδεύεται από κυτταρόλυση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η κυτταροπλασματική αναλογία, βασικό κριτήριο για τη διάγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων.
• Η παρουσία ακτινομυκήτων έχει ανιχνευθεί στα κολποτραχηλικά επιχρίσματα του 7% των γυναικών που χρησιμοποιούν ενδομητρικές αντισυλληπτικές συσκευές. Παρότι μόνο το 15% των ασθενών εμφανίζουν συμπτώματα, ακόμα και σε ασυ- μπτωματικές ασθενείς συστήνεται η αφαίρεση της ενδομητρικής συσκευής και η επανατοποθέτησή της μετά από επανάληψη του τεστ Pap, εφόσον αυτό θα τεκμηριώσει την απουσία του παθογόνου μικροοργανισμού.
• Τα κυτταρολογικά κριτήρια διάγνωσης πιθανής λοίμωξης από χλαμύδια δεν επιτυγχάνουν υψηλό ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας.
• Η παρουσία στοιχείων ενδεικτικών υπερκεράτωσης μπορεί να υποκρύπτει σοβαρότερες επιθηλιακές βλάβες, όπως κονδυλώματα ή ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Το ιστορικό χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας ή χρήσης ενδομητρικών αντισυλληπτικών συσκευών αποτελούν συνήθεις αιτίες αναγεννητικής ατυπίας και πρέπει να αναφέρονται οπωσδήποτε στο παραπεμπτικό της κυτταρολογικής εξέτασης.
• Σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα διαφορικής διάγνωσης μεταξύ ατυπίας και ατροφικού επιθηλίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικά οιστρογονικό σκεύασμα με σκοπό την τεχνητή ωρίμανση του επιθηλίου και στη συνέχεια να επανα- ληφθεί η κυτταρολογική εξέταση, 1 εβδομάδα μετά τη λήξη της θεραπείας. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η διάγνωση ατυπίας (ASC) σε μετεμηνοπαυσιακές γυναίκες επαληθεύεται ιστολογικά (ως ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση) μόνο στο 17% των περιπτώσεων και ηπαρουσία HPV μόνο στο 10%, σε αντίθεση με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, στις οποίες η διάγνωση ατυπίας επαληθεύεται σε ποσοστό 46% και η παρουσία HPV σε ποσοστό 50%.
• Η κατηγορία ASC-US εισήχθη το 1988 στο σύστημα ταξινόμησης Bethesda, προκειμένου να περιγράψει την παρουσία κυτταρικής ατυπίας πιο σοβαρής από αυτή που μπορεί να αποδοθεί σε αναγέννηση του επιθηλίου αλλά ελάχιστα αποκλίνουσας από μια σαφή διάγνωση ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας. Ουσιαστικά, ο όρος ASC-US εκφράζει περισσότερο μια υποψία και λιγότερο μια τυπική διάγνωση, ωστόσο η χρησιμότητά του έχει αναγνωριστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των κυτταρολόγων. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το σύνολο των ASC δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5% του συνόλου των τεστ Pap. Ειδικά, η αναλογία ASC/SIL διαγνώσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3/1. Μετά την τροποποίηση του συστήματος ταξινόμησης Bethesda, το 2001, τα ASC περιστατικά διακρίθηκαν σε αυτά που παρουσιάζουν μη διαγνωστική ατυπία (ASC-US) και σε αυτά των οποίων η κυτταρολογική εικόνα δεν μπορεί να αποκλείσει την παρουσία HGSIL (ASC-H). Σε περίπτωση που διαγνωσθεί κυτταρολογικά μη διαγνωστική ατυπία των κυττάρων του πλακώδους επιθηλίου, πρέπει να ανιχνευθεί το παθογόνο στέλεχος του ιού HPV και να επαναληφθεί η κυτταρολογική εξέταση σε 4-6 μήνες. Εάν ανιχνευθούν εκ νέου άτυπα κύτταρα και το στέλεχος HPV είναι υψηλής επικινδυνότητας, τότε συνιστάται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού. Εάν η κολποσκόπηση δεν τεκμηριώσει την παρουσία ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης ή νεοπλασίας, τότε συνιστάται επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης για 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών και επανέλεγχος του DNA του ιού HPV σε 12 μήνες. Εάν οι δύο κυτταρολογικές εξετάσεις καταδείξουν εκ νέου την παρουσία άτυπων κυττάρων, τότε συνιστάται κολποσκόπηση, αλλιώς η ασθενής δεν ανήκει πλέον στην ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Η υποκατηγορία ASC-H αποτελεί το 5-10% του συνόλου των περιπτώσεων ASC. H διάγνωση ASC-H συνδυάζεται στο 48% των περιπτώσεων με ιστολογική διάγνωση HGSIL, έναντι μόνο 13% των απλών περιπτώσεων ASC-US. Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση μιας κυτταρολογικά διαγνωσμένης περίπτωσης ASC-H είναι η διενέργεια κολποσκόπησης και η λήψη βιοπτικού υλικού. Σε περίπτωση που η κυτταρολογική ατυπία δεν επιβεβαιωθεί ιστολογικά, τότε συνιστάται ανασκόπηση του κυτταρολογικού υλικού και επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε διάστημα 6 και 12 μηνών καθώς και η μετά έτος εργαστηριακή τυποποίηση του παθογόνου στελέχους HPV.
Σε περίπτωση που ο περαιτέρω έλεγχος αποβεί αρνητικός, η ασθενής δεν θεωρείται ότι ανήκει πλέον σε ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Αδενικά κύτταρα που μοιάζουν με τα φυσιολογικά ενδοτραχηλικά κύτταρα, παρατηρούνται περίπου στο 2% των γυναικών οι οποίες έχουν ιστορικό ολικής υστερεκτομής, ειδικά δε εκείνων που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία. Πιθανότατα οφείλονται σε αδενική μετάπλαση φυσιολογικών πλακωδών κυττάρων. Η πιθανότητα αυτή πρέπει να είναι εις γνώση του κυτταρολόγου, ο οποίος καλείται να απο- κλείσει την παρουσία ενός πιθανού αδενοκαρκινώματος.
• Σε περίπτωση που τα αδενικά κύτταρα παρουσιάζουν ατυπία που θέτει υπό- νοια αδενοκαρκινώματος in situ (ΑΙS) ή αδενοκαρκινώματος, τότε η κυτταρολογική εικόνα ταξινομείται ως AGC-US (Atypical Glandular Cells of Undetermined Significance). H κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε AGC-ενδομητρικής προέλευσης, AGC-ενδοτραχηλικής προέλευσης και σε AGC-ΝOS (Non Otherwise Specified).
• Περίπου το 50% των ασθενών με διάγνωση AGC-ενδομητρικής προέλευσης παρουσιάζουν τελικά κάποια σημαντική αλλοίωση, η οποία μπορεί να είναι διηθητικό ή in situ αδενοκαρκίνωμα, αλλά μπορεί και να είναι πλακώδους προέλευσης. Η παρουσία άτυπων ενδομητρικών κυττάρων έχει συσχετισθεί με μεγαλύτερη πιθανό- τητα παρουσίας νεοπλασίας. Σε ασθενείς με διάγνωση AGC-US είναι απαραίτητη η κολποσκόπηση, με διενέργεια ιστοληψίας ή και ευρύτερης βιοψίας (εάν κυτταρολογικά έχει τεθεί ισχυρή υπόνοια παρουσίας νεοπλασίας). Επιπλέον, σε γυναίκες αυτής της κατηγορίας με ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών ή με απροσδόκητη αιμορραγία από τον κόλπο, πρέπει να λαμβάνεται βιοπτικό υλικό από το ενδομήτριο. Σε περί- πτωση που οι επιπλέον εξετάσεις δεν τεκμηριώσουν την παρουσία καρκινικών ή προκαρκινικών αλλοιώσεων, τότε συστήνεται η επανάληψη του τεστ Pap για 4 διαδοχικές φορές, με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Εάν οι συνεχόμενες κυτταρολογικές εξετάσεις τεκμηριώσουν την παρουσία παθολογικών αλλοιώσεων, τότε συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης, αλλιώς η ασθενής παύει να ανήκει σε ομάδα υψη- λού κινδύνου.
• Οι ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις αποτελούν προκαρκινικές μορφές, οι οποίες μπορούν να διαγνωσθούν κυτταρολογικά. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία προκύπτει ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 57%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 32%, εξελίσσονται σε υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σε ποσοστό 11% και σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 1%. Αντίστοιχα, οι υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 33%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 44%, εξελίσσονται σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 8%.
• Στην παθογένεια των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων υπεισέρχεται ο ιός HPV, του οποίου και έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 100 διαφορετικά παθογόνα στελέχη. Εξ αυτών, μόνο 40 προσβάλλουν το γυναικείο γεννητικό σύστημα. Από τα 40 αυτά στελέχη, μόνο τα 20 θεωρούνται υψηλού κινδύνου και έχουν ανιχνευθεί στο 90% των περιπτώσεων τόσο ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας όσο και διηθητικού καρκινώματος. Τέτοια στελέχη του ιού HPV με υψηλή επικινδυνότητα είναι τα υπ’ αριθμόν 16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85.
• Tεχνικές μοριακής ανάλυσης HPV DNA που εφαρμόζονται σε κυτταρολογικό υλικό είναι: α) η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR), χρησιμοποιώντας γενικούς εκκινητές που στοχεύουν στην L1 γονιδιακή περιοχή για screening (42 τύποι) και τεχνικές τυποποίησης (π.χ. DNA Μικροσυστοιχίες) των συχνότερων στελεχών του ιού χαμηλού κινδύνου (6, 11, 40, 42, 43, 44, 54, 61, 62, 71, 72, 81, 83, 84, 89, IS39, CP6108) και υψηλού κινδύνου (16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85) β) η τεχνική του in situ υβριδισμού μπορεί να διακρίνει την παρουσία ενσωμάτωσης του ιικού DNA στο DNA του ανθρώπινου κυττάρου.
• Ο έλεγχος του HPV DNA έχει εγκριθεί ως η βασική δοκιμασία µαζικού ελέγχου σε συνδυασµό µε το τεστ Pap για την παρακολούθηση περιπτώσεων µε ASC-US.
• Ανίχνευση της έκφρασης της καψιδιακής πρωτεΐνης L1 του ιού HPV και του ογκο- κατασταλτικού γονιδίου p16 επίσης προσφέρουν στην πρόγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας σε συνδυασμό με την κυτταρολογι- κή εξέταση.
• Η κάλυψη που παρέχουν τα εμβόλια HPV δεν είναι πλήρης, για το λόγο αυτό δεν πρέπει να παραμελείται η συστηματική παρακολούθηση των γυναικών με τεστ Pap και HPV τεστ.
• Η προσβολή από HPV με ή χωρίς παρουσία ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων τραχήλου της μήτρας CIN 1, ταξινομείται πλέον ως χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση του πλακώδους επιθηλίου (LGSIL), ενώ οι αλλοιώσεις CIN 2 και 3 με ή χωρίς τη συνύπαρξη αλλοιώσεων από τον ιό HPV, ταξινομούνται πλέον ως υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις (HGSIL). Ο λόγος είναι καθαρά κλινικός και αφορά στη διαπίστωση ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σπάνια υφίστανται κακοήθη εξαλλαγή, σε αντίθεση με τις υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, οι οποίες έχουν ενοχοποιηθεί για πολύ υψηλά ποσοστά κακοήθους εξαλλαγής.
• Η ταξινόμηση μιας ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης επιτυγχάνεται με ασφάλεια με την απλή μικροσκόπηση. Ο προσδιορισμός του στελέχους HPV δεν μπορεί να προσφέρει στην ταξινόμηση της βλάβης, δεδομένου ότι τα χαμηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού εντοπίζονται μεν συχνότερα σε περιπτώσεις LGSIL, ωστόσο τα υψηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού παρατηρούνται σε μεγάλα ποσοστά τόσο των LGSIL όσο και των HGSIL.
• H κυτταρολογική διάγνωση LGSIL πρέπει να ακολουθείται από κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από τις ύποπτες περιοχές. Έχει παρατηρηθεί ότι το 18% των γυναικών με κυτταρολογική διάγνωση LGSIL παρουσιάζουν ιστολογική εικόνα HGSIL στη βιοψία που ακολουθεί. Η εξέταση ανίχνευσης HPV δεν αποδίδει, δε- δομένου ότι αποβαίνει θετική στο 83% των περιπτώσεων. Η διενέργεια εκτομής ή απόξεσης δεν έχει θέση, εάν προηγουμένως δεν έχει διενεργηθεί ιστολογικός έλεγχος της ύποπτης περιοχής. Σε περίπτωση που η κολποσκόπηση δεν αποδώσει ή είναι αρνητική, τότε συστήνεται η λήψη κυτταρολογικού υλικού από τον ενδοτράχηλο, εκτός αν η ασθενής είναι έγκυος. Σε περίπτωση που και πάλι δεν αποδειχτεί η παρουσία κάποιας προκαρκινικής αλλοίωσης, τότε συστήνεται η επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε 6 μήνες ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV σε ένα έτος. Σε περίπτωση που οι δύο αυτές εξετάσεις δείξουν την παρουσία άτυπων πλακωδών κυττάρων ή προσβολής από τον ιό HPV, τότε συνιστάται η επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η ασθενής συστήνεται να υποβληθεί στον συνήθη κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας.
• Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις LGSIL σε έφηβες γυναίκες, τότε επι- βάλλεται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη, η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση αφορά τα βασικά και τα παραβασικά κύτταρα του φυσιολογικού πλακώδους επιθηλίου. Συνοδεύεται στο 97% των περιπτώσεων με προσβολή από υψηλής επικινδυνότητας στέλεχος του ιού HPV. Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις HGSIL, τότε επιβάλλεται η κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Εάν αποδειχτεί ιστολογικά ότι δεν υπάρχει καθόλου αλλοίωση ή πρόκειται για μια LGSIL, τότε τα προηγούμενα κυτταρολογικά δείγματα πρέπει να ανασκοπηθούν και να επαναξιολογηθούν. Εάν τα ιστολογικά ευρήματα ταυτιστούν με τα κυτταρολογικά, τότε συστήνεται η διαγνωστική εκτομή, εφόσον η ασθενής δεν είναι έγκυος. Εάν πρόκειται για νεαρές γυναίκες, συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε εγκύους γυναίκες η κολποσκόπηση πρέπει να γίνεται από πεπειραμένους γυναικολόγους, δεδομένου ότι η λήψη δείγματος από τον ενδοτράχηλο αντενδείκνυται αυστηρά σε περίπτωση εγκυμοσύνης. Εν γένει, σε εγκύους γυναίκες δεν ενδείκνυται η θεραπευτική αντιμετώπιση της HGSIL, παρά μόνο σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ανάπτυξη διηθητικού πλακώδους καρκινώματος. Σε περίπτωση που ένα δείγμα παρουσιάζει αλλοιώσεις τόσο HGSIL όσο και LGSIL, τότε κατατάσσεται ως HGSIL αλλοίωση. Ωστόσο, πολλές φορές τα έντονα δυσπλαστικά κύτταρα είναι πολύ λίγα. Η δυνατότητα διάκρισης μιας HGSIL από ένα πλακώδες διηθητικό καρκίνωμα και αντιστρόφως, πολλές φορές δεν είναι απόλυτα εφικτή σε κυτταρολογικά υλικά. Το γεγονός αυτό πρέπει να είναι γνωστό στον κλινικό ιατρό, ο οποίος πρέπει να επαληθεύει σε δεύτερο χρόνο την παθολογική κυτταρολογική διάγνωση με κολποσκόπηση και βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα in situ (AIS) εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες γύρω από τα 38 έτη. Η κυτταρολογική του διάγνωση είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και ακριβής. Η κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS δεν αποκλείει τη συνύπαρξη διηθητικού αδενοκαρκινώματος, για τον λόγο αυτό ο ιστολογικός έλεγχος είναι επιβεβλημένος. Ωστόσο, ακόμα και ιστολογικά, η διάκριση μεταξύ διηθητικού και in situ αδενοκαρκινώματος είναι πολλές φορές δυσχερής. Μια γυναίκα με κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS πρέπει να υποβληθεί σε κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού και από το ενδομήτριο. Εάν ο ιστολογικός έλεγχος δεν τεκμηριώσει την παρουσία παθολογικής αλλοίωσης, τότε είναι πιθανό να απαιτηθεί ευρύτερη βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα του ενδοτραχήλου αποτελεί το 25% των καρκίνων του τραχή- λου της μήτρας. Παρατηρείται σε ελαφρά μεγαλύτερες ηλικίες από το αδενοκαρκίνωμα in situ και μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικό ή να συνοδεύεται από αιμορραγία και κολπικές εκκρίσεις. Η παρουσία HPV έχει ανιχνευθεί και σε αυτό το νεόπλασμα.
• Η χρήση του τεστ Pap δεν αποτελεί αξιόπιστη μέθοδο ελέγχου ύποπτων ενδομητρικών αλλοιώσεων, ωστόσο μερικές φορές είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στα τεστ Pap νεοπλασματικά κύτταρα από τέτοιες βλάβες.
• Το μη Hodgkin λέμφωμα αναπτύσσεται πολύ σπάνια ως πρωτοπαθές νεόπλασμα στον κόλπο και τον τράχηλο. Στην κυτταρολογική διαφορική του διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνεται η λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα.
• Μεταστατικά νεοπλάσματα στον κόλπο και τον τράχηλο, μπορεί να προέρχονται από τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες, το παχύ έντερο, την ουροδόχο κύστη, την ουρήθρα ή σπανιότερα από τον μαστό, τον πνεύμονα, το πάγκρεας και το νεφρό.

Τα κονδυλώματα και η αντιμετώπιση τους
Η λοίμωξη από τον ιό των κονδυλωμάτων είναι η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσος. Εκτιμάται ότι 50-70% των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών θα προσβληθούν από τον ιό HPV καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Το 60% των γυναικών είναι θετικές στον ιό των κονδυλωμάτων μόλις 3 έτη μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή τους.
Υπολογίζεται ότι σε κάθε σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο χωρίς προφύλαξη υπάρχει κίνδυνος 70% μόλυνσης από τον ιό. Κονδυλώματα όμως θα εμφανιστούν σε μόλις 10% αυτών που θα μολυνθούν, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο ιός των κονδυλωμάτων αντιμετωπίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση.
Οι τύποι HPV 6 και 11 ευθύνονται για το 90% των κονδυλωμάτων.
Σε αντίθεση με τα κονδυλώματα, ο ίδιος ο ιός δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον οργανισμό.
Άπαξ και μολύνει τα κύτταρα παραμένει για πάντα μέσα τους, ωστόσο οι δυσπλασίες και τα κονδυλώματα μπορούν να αφαιρεθούν.
Χαμηλού κινδύνου ιοί που προκαλούν κυρίως κονδυλώματα είναι οι HPV6, HPV11, 42, 43 και 44.
Υψηλού κινδύνου που ενέχονται για δυσπλασίες, καρκίνο τραχήλου και άλλους καρκίνους είναι οι HPV16, HPV18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59 και 68.

Κονδυλώματα - Συμπτώματα
Ο χρόνος επώασης των κονδυλωμάτων κυμαίνεται από 1-8 μήνες ή και περισσότερο.
Τα τυπικά οξυτενή κονδυλώματα παρουσιάζονται σαν ρόδινες ή γκριζωπές βλάβες, μαλακές με λεία, κοκκώδη ή ανθοκραμβοειδή επιφάνεια και βάση πεπλατυσμένη ή μισχωτή.
Τα κονδυλώματα πολλαπλασιάζονται με αυτοενοφθαλμισμό και μπορεί να συρρέουν και να σχηματίζουν μεγάλες πλάκες. Τα κονδυλώματα είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους ασυμπτωματικά και ανώδυνα. Σπανίως οι πάσχοντες από κονδυλώματα αναφέρουν κνησμό, αίσθηση καύσου, πόνο ή αιμορραγία εξ αιτίας των κονδυλωμάτων.
Στους άνδρες τα κονδυλώματα συνήθως εντοπίζονται στη βάλανο, στο έσω πέταλο της ακροποσθίας.
Κονδυλώματα στο σώμα του πέους, στο όσχεο, στο εφήβαιο, στην ουρήθρα και σπάνια στην ουροδόχο κύστη μπορεί να εμφανιστούν. Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η φίμωση, η ουρηθρίτιδα, η οξυουρίαση η τοπική χρήση κορτικοστεροειδών, η ανοσοκαταστολή.
Υψηλή επίπτωση κονδυλωμάτων έχουμε σε σακχαρώδη διαβήτη, HIV φορείς και σε χρόνια λήψη ανοσοκαταστασλικών φαρμάκων.
Στις γυναίκες τα κονδυλώματα εντοπίζονται στα μικρά και τα μεγάλα χείλη, στην ουρήθρα, στον κόλπο και στον τράχηλο της μήτρας, ενώ σπανίως μπορεί να προσβληθεί από κονδυλώματα και η ουροδόχος κύστη όπως και στους άνδρες.
Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η εγκυμοσύνη, η λοίμωξη με τριχομονάδα, αλλά και άλλες λοιμώξεις που έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαβροχή της περιοχής από τις κολπικές εκκρίσεις. Ιδίως κατά την εγκυμοσύνη, τα κονδυλώματα μπορεί να είναι υπερπλαστικά και να πάρουν μεγάλες διαστάσεις.
Άλλη θέση εντοπισμού των κονδυλωμάτων είναι ο πρωκτός.
Τα κονδυλώματα πρωκτού πολύ συχνά εντοπίζονται μέσα στον πρωκτό όπως και στο περιπρωκτικό δέρμα. Η μόλυνση με τον ιό HPV συνήθως γίνεται κατά την επαφή, ωστόσο τα κονδυλώματα πρωκτού μπορούν να εμφανισθούν και χωρίς πρωκτική επαφή.
Η μετάδοση κονδυλωμάτων πρωκτού μπορεί να γίνει με τα δάκτυλα, π.χ. κατά τη διάρκεια του πλυσίματος. Παράγοντες που μετατρέπουν ή εξασθενούν το ανοσοποιητικό (μόλυνση με τον ιό HIV, ανοσοκαταστολή, σακχαρώδης διαβήτης, χορήγηση κορτιζόνης ή επάλειψη στην περιοχή του πρωκτού με κρέμες κορτιζόνης) προδιαθέτουν στην εκδήλωση κονδυλωμάτων πρωκτού.
Άλλες εξωγεννητικές και σπανιότερες θέσεις εντοπισμού των κονδυλωμάτων αποτελούν ο βλεννογόνος του στόματος και ιδιαίτερα οι γωνίες των χειλέων, ο φάρυγγας, οι επιπεφυκότες, οι μασχάλες, ο ομφαλός και τα μεσοδακτύλια διαστήματα των ποδιών.
Πέρα από τα κονδυλώματα, η εμμένουσα λοίμωξη με τους υψηλής επικινδυνότητας υποτύπους του ιού HPV, οι οποίοι έχουν την τάση να μην υποστρέφουν και να ενσωματώνονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα, έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση προκαρκινικών αλλοιώσεων όπως ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία τραχήλου (CIN), αιδοίου (VIN), πέους (PIN) και ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία του πρωκτού (AIN).
Αυτές είναι προκαρκινικές δυσπλασίες που συχνά συνυπάρχουν με κονδυλώματα και οι οποίες ενδέχεται να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Η μεγάλη σημασία που έχουν τα κονδυλώματα όταν εμφανίζονται σε γυναίκες έγκειται στο γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των γυναικών που έχουν εμφανίσει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, έχουν εμφανίσει και κονδυλώματα στην περιοχή αυτή, και μάλιστα πιο συγκεκριμένα έχουν προσβληθεί από τους υποτύπους 16,18 του ιού HPV.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν παρουσιάζουν όλες οι γυναίκες που έχουν παρουσιάσει κονδυλώματα, καρκίνο του τραχήλου.

Κονδυλώματα – Επιπλοκές
Οι επιπλοκές των κονδυλωμάτων διακρίνονται σε ελάσσονες και μείζονες και είναι οι εξής:
Ελάσσονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: εκλώσεις και δημιουργία πληγών, αιμορραγία, επιμόλυνση, μηχανικά προβλήματα κατά την ούρηση και ψυχολογικά προβλήματα
Μείζονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: γιγάντια κονδυλώματα, δυσπλασίες, καρκίνοι πρωκτογεννητικής χώρας, καρκίνος τραχήλου, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Κονδυλώματα – Διάγνωση
Η διάγνωση των κονδυλωμάτων γίνεται κυρίως κλινικά και επισκοπικά. Ο έμπειρος δερματολόγος θα διαγνώσει τα κονδυλώματα και θα προτείνει την κατάλληλη μέθοδο θεραπείας. Σε ορισμένες υποκλινικές μορφές η διάγνωση των κονδυλωμάτων μπορεί να γίνει με επάλειψη διαλύματος οξεικού οξέος 5%, η χρήση του οποίου αμφισβητείται από κάποιους γιατί μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς.
Σπάνια θα χρειαστεί βιοψία και ιστολογική εξέταση για τη διάγνωση των κονδυλωμάτων και κυρίως σε διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Με τη μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) ανιχνεύεται το DNA του ιού του κονδυλώματος και μπορούμε να κάνουμε τυποποίηση του ιού.
Δεν έχει όμως νόημα και πρακτικά δεν εφαρμόζεται στην διάγνωση των κονδυλωμάτων, γιατί δεν μεταβάλλουν το θεραπευτικό πλάνο.

Κονδυλώματα – Διαφορική Διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση των κονδυλωμάτων θα πρέπει να γίνει κυρίως από τα πλατέα κονδυλώματα της δευτερογόνου σύφιλης, τα θηλώματα, τους σπίλους, τις μυρμηκιές, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, τη βλαστική πέμφιγα, το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα και τη μολυσματική τέρμινθο.
Επίσης με κονδυλώματα μοιάζουν και οι μαργαριταροειδείς βλατίδες του πέους που είναι φυσιολογικοί αδένες γύρω από τη βάλανο του πέους που μπορεί να διογκώνονται.

Κονδυλώματα - Πρόληψη
Δεδομένου ότι το 70% των ενεργών σεξουαλικά ενηλίκων έχει μολυνθεί από τους ιούς HPV, ο μόνος τρόπος 100% πρόληψης των κονδυλωμάτων θα ήταν θεωρητικά η αυστηρή μονογαμία. Επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να εφαρμοστεί, απαιτείται η χρήση προφυλακτικού για την πρόληψη των κονδυλωμάτων, το οποίο όμως δεν προστατεύει 100%.
Η περιτομή στους άνδρες έχει βρεθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης και μόλυνσης από τα κονδυλώματα.
Σήμερα είναι διαθέσιμα 2 εμβόλια.

Κονδυλώματα - Αντιμετώπιση
Ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των βλαβών επιλέγεται η αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με τοπικές κρέμες ή αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με καταστροφικές μεθόδους, όπως κρυοθεραπεία, διαθερμοπηξία, laser.
Μπορούμε σήμερα να έχουμε πολύ υψηλά ποσοστά αντιμετώπισης κονδυλωμάτων σε μία μόνο επίσκεψη.
Αυτό επιτυγχάνεται με αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με laser CO2 σε συνδυασμό σε κάποιες περιπτώσεις με χειρουργική αντιμετώπιση κονδυλωμάτων όπου αυτό απαιτηθεί.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με Laser διοξειδίου του άνθρακα πλεονεκτεί σήμερα όλων των διαθέσιμων μεθόδων. Η laser θεραπεία κονδυλωμάτων στοχεύει επιλεκτικά μόνο στα υπάρχοντα κονδυλώματα αφήνοντας ανέπαφο το γύρω υγιές δέρμα.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser χαρακτηρίζεται από απουσία μετεγχειρητικού πόνου και ουλών, ενώ το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο. Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser είναι μια αναίμακτη μέθοδος, η δέσμη του laser εφαρμόζεται στοχευμένα στην πάσχουσα περιοχή κατόπιν τοπικής αναισθησίας με διάλυμα ξυλοκαΐνης 2% και μπορεί να καταστρέψει όλα τα υπάρχοντα σε μία δεδομένη στιγμή κονδυλώματα με μία μόνο συνεδρία.
Είναι η πλέον ανώδυνη, χωρίς παρενέργειες όταν εφαρμόζεται από εξειδικευμένο Δερματολόγο και αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας κονδυλωμάτων και αποτελεί την αντιμετώπιση εκλογής για μικρού και μεσαίου μεγέθους αλλοιώσεις.
 

Γιατί να επιλέξει κάποια φίλη το κέντρο μας για να κάνει ΤΕΣΤ ΠΑΠ υγρής φάσης:
Δημιουργήσαμε ένα χώρο με άμεση πρόσβαση (δίπλα στο σταθμό ΜΕΤΡΟ Κατεχάκη) με πολύ μεράκι και αγάπη, με σκοπό να δώσουμε στις γυναίκες φίλες τη δυνατότητα να μας γνωρίσουν και να κάνουν στο κέντρο μας αυτή την τόσο σημαντική προληπτική ιατρική εξέταση.Εμείς κάνουμε ταυτόχρονα και τη λήψη και τη διάγνωση του ΤΕΣΤ ΠΑΠ.
Πέραν όμως του πολύ χαμηλού οικονομικού κόστους, οι υπηρεσίες μας είναι πολύ υψηλής ποιότητας και για το λόγο αυτό είμαστε ένα από τα ελάχιστα κυτταρολογικά εργαστήρια στην Ελλάδα που έχουν διαπιστευθεί κατά ELOT EN ISO 15189. Η πιστοποίησή μας αυτή δεν είναι κενό γράμμα, αλλά αντανακλά την συνολική προσπάθειά μας να παρέχουμε αξιόπιστες, διεθνώς αναγνωρισμένες ιατρικές υπηρεσίες, εφαρμόζοντας ένα Σύστημα Ολικής Διαχείρισης Ποιότητας και δίνοντας σημασία σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που μας φέρνουν πιο κοντά στα σύγχρονα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Επιγραμματικά και μόνο θα αναφερθώ σε μερικά από τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε:
Άνετοι και λειτουργικοί χώροι δειγματοληψίας
Μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας (δύο μηχανήματα κυτταρολογίας υγρής φάσης, σύστημα αυτόματης χρώσης, κυτταροφυγόκεντροι, μικροσκόπια με καμέρα)
Άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό για ανώδυνες λήψεις τεστ παπ
Οι 4 ιατροί κυτταρολόγοι του κέντρου μας είναι καταξιωμένοι επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, με πλούσιο επιστημονικό έργο
Τηρούμε πλήρες αρχείο πλακιδίων και παραπεμπτικών σε βάθος 10ετίας
Εφαρμόζουμε μέτρα εσωτερικού ελέγχου ποιότητας
Συμμετέχουμε σε προγράμματα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας
Κάθε ΤΕΣΤ ΠΑΠ μικροσκοπείται από 2 τουλάχιστον κυτταρολόγους
Έκδοση απάντησης εντός 24 ωρών
Απάντηση με εικόνες από αντιπροσωπευτικές θέσεις
Σχολιασμός εικόνων από ειδικό κυτταρολόγο
Δωρεάν παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, εαν χρειαστεί από τον Επιστημονικό διευθυντή και τους γιατρούς μας

Γιατί θα έπρεπε να ζητήσω το Παπ τεστ υγρής φάσης;
Το υγρής φάσης είναι η πρώτη πραγματική βελτίωση του τεστ Παπανικολάου από την πρωτοεμφάνισή του πριν 50 χρόνια. Αυτό το νέο εξελιγμένο τεστ ενισχύει την εμπιστοσύνη σας για την πιστότητα της εξέτασης. Αποκτήστε τον έλεγχο του σώματός σας και ζητήστε από το γιατρό σας το υγρής φάσης Παπ τεστ σήμερα.
Με λίγα λόγια το υγρής φάσης PapTest αποτελεί μία σπουδαία καινοτομία στο χώρο της κυτταρολογικής εξέτασης καθώς είναι η πρώτη εξέλιξη του τεστ Παπανικολάου (τεστ Παπ) μετά από έξι δεκαετίες, που συμβάλλει καθοριστικά στη μείωση του ποσοστού του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Σήμερα είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος ελέγχου των γυναικών για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, όντας σημαντικά πιο αποτελεσματικό από το συμβατικό Τεστ Παπ.|
Τον Μάιο του 1996, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) ενέκρινε την καθιέρωση της μεθόδου υγρής φάσης PapTest για να αντικαταστήσει τη συμβατική τεχνική, αναγνωρίζοντας ότι είναι σημαντικά πιο αποτελεσματική στην ανίχνευση τραχηλικών αλλοιώσεων. Σημαντικός αριθμός μελετών έχει μάλιστα επιπλέον επιβεβαιώσει την υπεροχή της μεθόδου υγρής φάσης, όχι μόνο σε ό, τι αφορά τα κολποτραχηλικά δείγματα, μα και σε όλα τα κυτταρολογικά δείγματα.
Η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης (LBC) έχει μεγαλύτερο κόστος από το παραδοσιακό τεστ Παπανικολάου. Έχει δύο πλεονεκτήματα: το πρώτο πλεονέκτημα είναι η καλύτερη εικόνα για τον κυτταρολόγο, κατά τη μικροσκοπική εξέταση, που έχει ως αποτέλεσμα την ανίχνευση περισσότερων LSIL. Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι, ότι το υλικό στο φιαλίδιο διατηρείται στο εργαστήριο και εάν κατά την εξέταση των κυττάρων στο μικροσκόπιο υπάρξει ένδειξη μόλυνσης από HPV ή αμφιλεγόμενη ατυπία, λόγω πιθανής λοίμωξης από ιό (κατηγορία ASCUS), μπορεί να γίνει αναζήτηση του HPV-DNA στο εργαστήριο και να διευκρινιστεί το πρόβλημα, χωρίς να χρειαστεί να έρθει ξανά η γυναίκα στο ιατρείο για λήψη καινούργιου υλικού. Οι μελέτες έχουν δείξει, ότι η τεχνική LBC πλεονεκτεί μόνο στην ανεύρεση περισσότερων LSIL, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντική διαφορά στην ανεύρεση HSIL, που είναι και ο κύριος στόχος μας, ειδικά σε προγράμματα μαζικού ελέγχου.

Χρειάζονται τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες που δεν είναι τώρα ενεργές σεξουαλικά;
Εάν υπήρξε κάποτε μόλυνση από HPV, το τεστ πρέπει να επαναλαμβάνεται, ακόμη και στην περίπτωση, που κάποια γυναίκα δεν είναι τώρα ενεργή σεξουαλικά, για το ενδεχόμενο υποτροπής παλιάς μόλυνσης από HPV.

Μπορεί να γίνει τεστ Παπανικολάου τις ημέρες της περιόδου;
Το τεστ ΔΕΝ μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη φάση της εμμηνορρυσίας, δηλαδή όταν έχουμε περίοδο. Αυτό είναι ευκόλως αντιληπτό, διότι δεν μπορείς να πάρεις κύτταρα από μια περιοχή που αιμορραγεί. Έτσι λοιπόν θα περιμένουμε τη λήξη της περιόδου. Ιδανικός είναι ο χρόνος κοντά στο μέσον του κύκλου. Αν έχουμε έναν φυσιολογικό κύκλο 28 ημερών, πολύ καλός χρονικός ορίζοντας για να κάνουμε ένα τεστ είναι κοντά στην ωοθηλακορηξία. Αυτή την περίοδο ανοίγει ο τράχηλος για να γονιμοποιηθεί το ωάριο και έτσι πολύ πιο εύκολα μπορούμε να προσλάβουμε κάποια κύτταρα από την περιοχή.

Χρειάζονται τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή;
Εάν έχει γίνει υφολική (έχει αφαιρεθεί μόνο το σώμα της μήτρας και έχει μείνει ο τράχηλος) και βέβαια χρειάζεται τεστ Παπανικολάου. Εάν η υστερεκτομή έγινε για κακοήθεια, χρειάζεται παρακολούθηση με τεστ Παπανικολάου για το ενδεχόμενο εμφάνισης αλλοιώσεων στον κόλπο. Το ίδιο ισχύει και για περιπτώσεις με ιστορικό προκαρκινικών αλλοιώσεων στον τράχηλο της μήτρας στο παρελθόν (CIN) ή σε κάθε περίπτωση, που έγινε μεν η υστερεκτομή για άλλο λόγο (π.χ. ινομυώματα, αιμορραγίες, ενδομητρίωση), αλλά βρέθηκαν στη βιοψία αλλοιώσεις από HPV στον τράχηλο. Μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που έχει γίνει ολική υστερεκτομή για καλοήθη πάθηση και δεν υπήρξε ιστορικό με αλλοιώσεις από HPV, δεν συνιστάται κυτταρολογικός έλεγχος του κόλπου.

Είμαι πολύ καλά, δεν έχω ενοχλήσεις, δεν έχω υγρά, χρειάζεται να κάνω τεστ Παπανικολάου;
ΝΑΙ. Το τεστ γίνεται ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ, δηλαδή όταν είστε καλά. Αν έχετε κάποια ενόχληση, αν «κάτι δεν πηγαίνει καλά», επισκεφθείτε τον Γυναικολόγο γιά εξέταση, όχι γιά τεστ Παπανικολάου.

Από ποια ηλικία είναι καλό να γίνεται το τεστ Παπανικολάου και μέχρι ποια ηλικία;
Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, η λήψη τεστ πρέπει να αρχίζει από τη ηλικία των 20 ετών και μετά (σε ενεργές σεξουαλικά γυναίκες). Σε γυναίκες μικρότερης ηλικίας, που έχουν αρχίσει σεξουαλικές επαφές και στις οποίες υπάρχουν προβλήματα ανοσοκαταστολής, μπορεί η λήψη του τεστ να αρχίσει νωρίτερα. Σε ατομικό επίπεδο, συνηθίζεται η λήψη τεστ Παπανικολάου να γίνεται μαζί με την ετήσια Γυναικολογική εξέταση. Σε προγράμματα μαζικού ελέγχου για την πρόληψη του καρκίνου της μήτρας έχει αποδειχθεί ότι σε γυναίκες χωρίς ιστορικό CIN θα μπορούσε η λήψη του τεστ Παπανικολάου να γίνεται ανά διετία ή και ανά τριετία. Όμως, αυτό πρέπει να αποφασίζεται από το γιατρό της κάθε γυναίκας, με βάση την ηλικία της, το ιστορικό της και τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου. Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι γυναίκες 65 ετών ή μεγαλύτερες, που είχαν 3 πρόσφατα τεστ χωρίς παθολογία και κανένα παθολογικό τεστ εντός της τελευταίας δεκαετίας, μπορούν να σταματήσουν να ελέγχονται με τεστ Παπανικολάου. Πρέπει να τονίζεται στις γυναίκες αυτές, ότι αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν πρέπει να ελέγχονται κάθε χρόνο για πρόληψη των καρκίνων των ωοθηκών, του ενδομητρίου, του αιδοίου και κυρίως του μαστού. Η ετήσια προληπτική κλινική εξέταση είναι απαραίτητη, όπως και άλλες εξετάσεις, που ενδεχόμενα θα υποδειχθούν από το γιατρό τους (μαστογραφία, υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων κ.ά.).

Ποιές γυναίκες δεν χρειάζεται να κάνουν τεστ Παπανικολάου;
Α) Γυναίκες μετά την ηλικία των 70, που τα τρία τελευταία ετήσια τεστ ήταν φυσιολογικά.
Β) Γυναίκες που έχουν υποστεί ολική υστερεκτομή, αλλά όχι για καρκίνο ή προκαρκινικές βλάβες.

Ποια είναι η αξιοπιστία- ακρίβεια του τεστ Παπανικολάου ;
Όπως σε όλες τις άλλες ιατρικές εξετάσεις, δεν λείπουν και εδώ οι ψευδώς αρνητικές και ψευδώς θετικές απαντήσεις. Πολλές γυναίκες που προσβλήθηκαν από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας είχαν παλαιότερα ένα ή και περισσότερα αρνητικά τεστ Pap. To ποσοστό των ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις διηθητικού καρκίνου ποικίλλει από 16 έως 82%. Η μεγάλη διαφορά στα αναφερόμενα ποσοστά πιθανόν να οφείλεται σε λάθη μεθοδολογίας κατά την ανασκόπηση των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων.
• Το ποσοστό ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις ενδοεπιθηλιακής δυσπλασίας είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς, γιατί συνήθως δεν λαμβάνεται βιοψία από γυναίκες με αρνητικό τεστ Pap. Οι λίγες υπάρχουσες αξιόπιστες σχετικές μελέτες υπολογίζουν τη μέση ευαισθησία του τεστ Pap σε 47% (μεταξύ 30 και 80%) και τη μέση ειδικότητα σε 95% (μεταξύ 86 και 100%).
• Η συμφωνία μεταξύ διαφορετικών κυτταρολόγων ως προς τη διάγνωση (αναπαρα- γωγιμότητα της διάγνωσης) επίσης δεν είναι απόλυτη. Σε μία μεγάλη μελέτη, κατά την οποία εξετάσθηκαν κολποτραχηλικά επιχρίσματα τα οποία ταξινομήθηκαν σε 4 διαγνωστικές κατηγορίες (αρνητικά για κακοήθεια, μη διαγνωστική ατυπία, χα- μηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία και υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία), η κ στατιστική παράμετρος υπολογίστηκε σε 0,46 καταδεικνύοντας μέτρια αναπαραγωγιμότητα των κυτταρολογικών διαγνώσεων. Tο μεγαλύτερο πρόβλημα αναπαραγωγιμότητας της κυτταρολογικής διάγνωσης παρουσιάστηκε στην κατηγορία της μη διαγνωστικής ατυπίας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι στην ίδια έρευνα, η κ στατιστική παράμετρος για τα αντίστοιχα ιστολογικά παρασκευάσματα ήταν ακριβώς η ίδια (0,46), γεγονός που αποδεικνύει ότι η αναπαραγωγιμότητα της κυτταρολογικής διάγνωσης δεν υστερεί σε σχέση με την αναπαραγωγιμότητα της ιστολογικής διάγνωσης, άρα η διαφωνία μεταξύ κυτταρολόγων είναι τόσο πιθανή όσο και η διαφωνία μεταξύ παθολογοανατόμων.
• Κατά συνέπεια, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για σωστή και επιμελή τεχνική λήψης και επίστρωσης των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων από γυναικολόγους ή νοσηλευτές, ούτως ώστε να λαμβάνεται επαρκές κυτταρολογικό υλικό. Ακόμη είναι απαραίτητη η επιμελής εξέταση των δειγμάτων από κυτταρολόγο με ικανοποιητική εμπειρία.
• Ο συνδυασμός τεστ Pap και HPV DNA τεστ διαθέτει ευαισθησία >96% στην ανίχνευση υψηλόβαθμης ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης (HGSIL).

Μπορεί το τεστ Παπανικολάου να κάνει λάθος;
Το τεστ είναι μια εξέταση που έχει και λάθος αποτελέσματα. Αυτά μπορεί να οφείλονται στον τρόπο που παίρνονται τα κύτταρα ή στο από πού παίρνονται ή στον τρόπο που τοποθετούνται στα γυάλινα πλακάκια ή στον τρόπο που σταθεροποιούνται ή στον τρόπο που φυλάσονται, στην προετοιμασία της γυναίκας κλπ. Επειδή τόσοι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την αξιοπιστία του αποτελέσματος, είναι λογικό να κυμαίνεται το ψευδώς αρνητικό (δηλαδή το τεστ να φαίνεται φυσιολογικό, αλλά να μην είναι) σε επίπεδα από 20 – 35%. Η τακτική επανάληψη του τεστ κάθε χρόνο διορθώνει αυτό το λάθος, γιατί είναι εξαιρετικά απίθανο στατιστικά να γίνει το λάθος δύο συνεχόμενες χρονιές.

Χρήσιμες πληροφορίες - Κλινικο-εργαστηριακή συσχέτιση
Η παρουσία αυτόματα αποφολιδούμενων ενδομητρικών κυττάρων παρατηρείται φυσιολογικά μόνο κατά τις 12 πρώτες ημέρες του κύκλου. Απόπτωση εν- δομητρικών κυττάρων μετά την ημέρα αυτή μπορεί να οφείλεται στην παρουσία ενδομητρίτιδας, ενδομητρικών πολυπόδων ή στη χρήση αντισυλληπτικών ενδομητρικών συσκευών. Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η απόπτωση ενδομητρικών κυττάρων πέρα από τη 12η ημέρα του κύκλου δεν έχει σχεδόν ποτέ συσχετισθεί με την παρουσία ενδομητρικού αδενοκαρκινώματος. Για το λόγο αυτό, η παρουσία ενδομητρικών κυττάρων δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην κυτταρολογική απάντηση σε περίπτωση γυναικών ηλικίας μικρότερης των 40 ετών. Η παρουσία ακόμα και καλοήθων ενδομητρικών κυττάρων σε τεστ Pap γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών, ανεξαρτήτως της ορμονικής τους κατάστασης, πρέπει να μας προβληματί- ζει δεδομένου ότι το 6% των περιπτώσεων αφορά σε καρκινώματα και το 12% σε υπερπλασία του ενδομητρίου, πόσο μάλλον όταν το 25% των γυναικών με καρκινική ή προκαρκινική αλλοίωση στο ενδομήτριο είναι ασυμπτωματικές και ουσιαστικά η αρχική ανίχνευση της καρκινικής ή προκαρκινικής αλλοίωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο κυτταρολογικά.
• Μετά κωνοειδή εκτομή ή από λανθασμένο χειρισμό, είναι δυνατόν το δείγμα να περιέχει στρωματικά ή αδενικά κύτταρα του ενδομητρίου, τα οποία μπορεί να θέσουν υπόνοια νεοπλασματικής εξεργασίας. Η ενδομητρίωση του τραχήλου πα- ρουσιάζει παρόμοια κυτταρολογική εικόνα.
• Κύτταρα από τον πλακούντα παρατηρούνται μόνο στο 0,1% των εγκύων γυναι- κών και άρα αποτελούν ένα εξαιρετικά σπάνιο εύρημα. Η παρουσία των κυττάρων αυτών δεν αποτελεί ένδειξη επικείμενης αποβολής.
• Με το τεστ Pap είναι εφικτός ο ορμονικός έλεγχος, δεδομένου ότι ο βαθμός ωρί- μανσης του επιθηλίου εξαρτάται από τα επίπεδα ορμονών που κυκλοφορούν στο αίμα. Τα δείγματα γι’ αυτό τον σκοπό λαμβάνονται από το πλάγιο κολπικό τοίχωμα. Ο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης είναι ο δείκτης ωρίμανσης, ο οποίος είναι η αναλογία παραβασικών/διαμέσων/επιπολής κυττάρων. Η ερμηνεία του ορμονι- κού δείκτη είναι εφικτή μόνο όταν είναι διαθέσιμα η ηλικία της γυναίκας, η ημερο- μηνία της τελευταίας έμμηνης ρήσης, το κλινικό ιστορικό και το ιστορικό λήψης φαρμακευτικών σκευασμάτων.
• Η παρουσία φλεγμονωδών κυττάρων δεν αποτελεί ένδειξη φλεγμονής του κολπικού και τραχηλικού επιθηλίου. Η παρουσία λεμφοκυττάρων προερχόμενων από λεμφοζίδια αποδίδεται σε λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα και η διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνει κάποιο λέμφωμα ή μια υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Η αφθονία κολποβακτηρίων μπορεί να συνοδεύεται από κυτταρόλυση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η κυτταροπλασματική αναλογία, βασικό κριτήριο για τη διάγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων.
• Η παρουσία ακτινομυκήτων έχει ανιχνευθεί στα κολποτραχηλικά επιχρίσματα του 7% των γυναικών που χρησιμοποιούν ενδομητρικές αντισυλληπτικές συσκευές. Παρότι μόνο το 15% των ασθενών εμφανίζουν συμπτώματα, ακόμα και σε ασυ- μπτωματικές ασθενείς συστήνεται η αφαίρεση της ενδομητρικής συσκευής και η επανατοποθέτησή της μετά από επανάληψη του τεστ Pap, εφόσον αυτό θα τεκμηριώσει την απουσία του παθογόνου μικροοργανισμού.
• Τα κυτταρολογικά κριτήρια διάγνωσης πιθανής λοίμωξης από χλαμύδια δεν επιτυγχάνουν υψηλό ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας.
• Η παρουσία στοιχείων ενδεικτικών υπερκεράτωσης μπορεί να υποκρύπτει σοβαρότερες επιθηλιακές βλάβες, όπως κονδυλώματα ή ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Το ιστορικό χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας ή χρήσης ενδομητρικών αντισυλληπτικών συσκευών αποτελούν συνήθεις αιτίες αναγεννητικής ατυπίας και πρέπει να αναφέρονται οπωσδήποτε στο παραπεμπτικό της κυτταρολογικής εξέτασης.
• Σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα διαφορικής διάγνωσης μεταξύ ατυπίας και ατροφικού επιθηλίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικά οιστρογονικό σκεύασμα με σκοπό την τεχνητή ωρίμανση του επιθηλίου και στη συνέχεια να επανα- ληφθεί η κυτταρολογική εξέταση, 1 εβδομάδα μετά τη λήξη της θεραπείας. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η διάγνωση ατυπίας (ASC) σε μετεμηνοπαυσιακές γυναίκες επαληθεύεται ιστολογικά (ως ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση) μόνο στο 17% των περιπτώσεων και ηπαρουσία HPV μόνο στο 10%, σε αντίθεση με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, στις οποίες η διάγνωση ατυπίας επαληθεύεται σε ποσοστό 46% και η παρουσία HPV σε ποσοστό 50%.
• Η κατηγορία ASC-US εισήχθη το 1988 στο σύστημα ταξινόμησης Bethesda, προκειμένου να περιγράψει την παρουσία κυτταρικής ατυπίας πιο σοβαρής από αυτή που μπορεί να αποδοθεί σε αναγέννηση του επιθηλίου αλλά ελάχιστα αποκλίνουσας από μια σαφή διάγνωση ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας. Ουσιαστικά, ο όρος ASC-US εκφράζει περισσότερο μια υποψία και λιγότερο μια τυπική διάγνωση, ωστόσο η χρησιμότητά του έχει αναγνωριστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των κυτταρολόγων. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το σύνολο των ASC δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5% του συνόλου των τεστ Pap. Ειδικά, η αναλογία ASC/SIL διαγνώσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3/1. Μετά την τροποποίηση του συστήματος ταξινόμησης Bethesda, το 2001, τα ASC περιστατικά διακρίθηκαν σε αυτά που παρουσιάζουν μη διαγνωστική ατυπία (ASC-US) και σε αυτά των οποίων η κυτταρολογική εικόνα δεν μπορεί να αποκλείσει την παρουσία HGSIL (ASC-H). Σε περίπτωση που διαγνωσθεί κυτταρολογικά μη διαγνωστική ατυπία των κυττάρων του πλακώδους επιθηλίου, πρέπει να ανιχνευθεί το παθογόνο στέλεχος του ιού HPV και να επαναληφθεί η κυτταρολογική εξέταση σε 4-6 μήνες. Εάν ανιχνευθούν εκ νέου άτυπα κύτταρα και το στέλεχος HPV είναι υψηλής επικινδυνότητας, τότε συνιστάται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού. Εάν η κολποσκόπηση δεν τεκμηριώσει την παρουσία ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης ή νεοπλασίας, τότε συνιστάται επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης για 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών και επανέλεγχος του DNA του ιού HPV σε 12 μήνες. Εάν οι δύο κυτταρολογικές εξετάσεις καταδείξουν εκ νέου την παρουσία άτυπων κυττάρων, τότε συνιστάται κολποσκόπηση, αλλιώς η ασθενής δεν ανήκει πλέον στην ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Η υποκατηγορία ASC-H αποτελεί το 5-10% του συνόλου των περιπτώσεων ASC. H διάγνωση ASC-H συνδυάζεται στο 48% των περιπτώσεων με ιστολογική διάγνωση HGSIL, έναντι μόνο 13% των απλών περιπτώσεων ASC-US. Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση μιας κυτταρολογικά διαγνωσμένης περίπτωσης ASC-H είναι η διενέργεια κολποσκόπησης και η λήψη βιοπτικού υλικού. Σε περίπτωση που η κυτταρολογική ατυπία δεν επιβεβαιωθεί ιστολογικά, τότε συνιστάται ανασκόπηση του κυτταρολογικού υλικού και επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε διάστημα 6 και 12 μηνών καθώς και η μετά έτος εργαστηριακή τυποποίηση του παθογόνου στελέχους HPV.
Σε περίπτωση που ο περαιτέρω έλεγχος αποβεί αρνητικός, η ασθενής δεν θεωρείται ότι ανήκει πλέον σε ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Αδενικά κύτταρα που μοιάζουν με τα φυσιολογικά ενδοτραχηλικά κύτταρα, παρατηρούνται περίπου στο 2% των γυναικών οι οποίες έχουν ιστορικό ολικής υστερεκτομής, ειδικά δε εκείνων που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία. Πιθανότατα οφείλονται σε αδενική μετάπλαση φυσιολογικών πλακωδών κυττάρων. Η πιθανότητα αυτή πρέπει να είναι εις γνώση του κυτταρολόγου, ο οποίος καλείται να απο- κλείσει την παρουσία ενός πιθανού αδενοκαρκινώματος.
• Σε περίπτωση που τα αδενικά κύτταρα παρουσιάζουν ατυπία που θέτει υπό- νοια αδενοκαρκινώματος in situ (ΑΙS) ή αδενοκαρκινώματος, τότε η κυτταρολογική εικόνα ταξινομείται ως AGC-US (Atypical Glandular Cells of Undetermined Significance). H κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε AGC-ενδομητρικής προέλευσης, AGC-ενδοτραχηλικής προέλευσης και σε AGC-ΝOS (Non Otherwise Specified).
• Περίπου το 50% των ασθενών με διάγνωση AGC-ενδομητρικής προέλευσης παρουσιάζουν τελικά κάποια σημαντική αλλοίωση, η οποία μπορεί να είναι διηθητικό ή in situ αδενοκαρκίνωμα, αλλά μπορεί και να είναι πλακώδους προέλευσης. Η παρουσία άτυπων ενδομητρικών κυττάρων έχει συσχετισθεί με μεγαλύτερη πιθανό- τητα παρουσίας νεοπλασίας. Σε ασθενείς με διάγνωση AGC-US είναι απαραίτητη η κολποσκόπηση, με διενέργεια ιστοληψίας ή και ευρύτερης βιοψίας (εάν κυτταρολογικά έχει τεθεί ισχυρή υπόνοια παρουσίας νεοπλασίας). Επιπλέον, σε γυναίκες αυτής της κατηγορίας με ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών ή με απροσδόκητη αιμορραγία από τον κόλπο, πρέπει να λαμβάνεται βιοπτικό υλικό από το ενδομήτριο. Σε περί- πτωση που οι επιπλέον εξετάσεις δεν τεκμηριώσουν την παρουσία καρκινικών ή προκαρκινικών αλλοιώσεων, τότε συστήνεται η επανάληψη του τεστ Pap για 4 διαδοχικές φορές, με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Εάν οι συνεχόμενες κυτταρολογικές εξετάσεις τεκμηριώσουν την παρουσία παθολογικών αλλοιώσεων, τότε συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης, αλλιώς η ασθενής παύει να ανήκει σε ομάδα υψη- λού κινδύνου.
• Οι ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις αποτελούν προκαρκινικές μορφές, οι οποίες μπορούν να διαγνωσθούν κυτταρολογικά. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία προκύπτει ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 57%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 32%, εξελίσσονται σε υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σε ποσοστό 11% και σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 1%. Αντίστοιχα, οι υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 33%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 44%, εξελίσσονται σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 8%.
• Στην παθογένεια των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων υπεισέρχεται ο ιός HPV, του οποίου και έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 100 διαφορετικά παθογόνα στελέχη. Εξ αυτών, μόνο 40 προσβάλλουν το γυναικείο γεννητικό σύστημα. Από τα 40 αυτά στελέχη, μόνο τα 20 θεωρούνται υψηλού κινδύνου και έχουν ανιχνευθεί στο 90% των περιπτώσεων τόσο ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας όσο και διηθητικού καρκινώματος. Τέτοια στελέχη του ιού HPV με υψηλή επικινδυνότητα είναι τα υπ’ αριθμόν 16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85.
• Tεχνικές μοριακής ανάλυσης HPV DNA που εφαρμόζονται σε κυτταρολογικό υλικό είναι: α) η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR), χρησιμοποιώντας γενικούς εκκινητές που στοχεύουν στην L1 γονιδιακή περιοχή για screening (42 τύποι) και τεχνικές τυποποίησης (π.χ. DNA Μικροσυστοιχίες) των συχνότερων στελεχών του ιού χαμηλού κινδύνου (6, 11, 40, 42, 43, 44, 54, 61, 62, 71, 72, 81, 83, 84, 89, IS39, CP6108) και υψηλού κινδύνου (16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85) β) η τεχνική του in situ υβριδισμού μπορεί να διακρίνει την παρουσία ενσωμάτωσης του ιικού DNA στο DNA του ανθρώπινου κυττάρου.
• Ο έλεγχος του HPV DNA έχει εγκριθεί ως η βασική δοκιμασία µαζικού ελέγχου σε συνδυασµό µε το τεστ Pap για την παρακολούθηση περιπτώσεων µε ASC-US.
• Ανίχνευση της έκφρασης της καψιδιακής πρωτεΐνης L1 του ιού HPV και του ογκο- κατασταλτικού γονιδίου p16 επίσης προσφέρουν στην πρόγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας σε συνδυασμό με την κυτταρολογι- κή εξέταση.
• Η κάλυψη που παρέχουν τα εμβόλια HPV δεν είναι πλήρης, για το λόγο αυτό δεν πρέπει να παραμελείται η συστηματική παρακολούθηση των γυναικών με τεστ Pap και HPV τεστ.
• Η προσβολή από HPV με ή χωρίς παρουσία ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων τραχήλου της μήτρας CIN 1, ταξινομείται πλέον ως χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση του πλακώδους επιθηλίου (LGSIL), ενώ οι αλλοιώσεις CIN 2 και 3 με ή χωρίς τη συνύπαρξη αλλοιώσεων από τον ιό HPV, ταξινομούνται πλέον ως υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις (HGSIL). Ο λόγος είναι καθαρά κλινικός και αφορά στη διαπίστωση ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σπάνια υφίστανται κακοήθη εξαλλαγή, σε αντίθεση με τις υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, οι οποίες έχουν ενοχοποιηθεί για πολύ υψηλά ποσοστά κακοήθους εξαλλαγής.
• Η ταξινόμηση μιας ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης επιτυγχάνεται με ασφάλεια με την απλή μικροσκόπηση. Ο προσδιορισμός του στελέχους HPV δεν μπορεί να προσφέρει στην ταξινόμηση της βλάβης, δεδομένου ότι τα χαμηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού εντοπίζονται μεν συχνότερα σε περιπτώσεις LGSIL, ωστόσο τα υψηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού παρατηρούνται σε μεγάλα ποσοστά τόσο των LGSIL όσο και των HGSIL.
• H κυτταρολογική διάγνωση LGSIL πρέπει να ακολουθείται από κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από τις ύποπτες περιοχές. Έχει παρατηρηθεί ότι το 18% των γυναικών με κυτταρολογική διάγνωση LGSIL παρουσιάζουν ιστολογική εικόνα HGSIL στη βιοψία που ακολουθεί. Η εξέταση ανίχνευσης HPV δεν αποδίδει, δε- δομένου ότι αποβαίνει θετική στο 83% των περιπτώσεων. Η διενέργεια εκτομής ή απόξεσης δεν έχει θέση, εάν προηγουμένως δεν έχει διενεργηθεί ιστολογικός έλεγχος της ύποπτης περιοχής. Σε περίπτωση που η κολποσκόπηση δεν αποδώσει ή είναι αρνητική, τότε συστήνεται η λήψη κυτταρολογικού υλικού από τον ενδοτράχηλο, εκτός αν η ασθενής είναι έγκυος. Σε περίπτωση που και πάλι δεν αποδειχτεί η παρουσία κάποιας προκαρκινικής αλλοίωσης, τότε συστήνεται η επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε 6 μήνες ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV σε ένα έτος. Σε περίπτωση που οι δύο αυτές εξετάσεις δείξουν την παρουσία άτυπων πλακωδών κυττάρων ή προσβολής από τον ιό HPV, τότε συνιστάται η επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η ασθενής συστήνεται να υποβληθεί στον συνήθη κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας.
• Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις LGSIL σε έφηβες γυναίκες, τότε επι- βάλλεται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη, η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση αφορά τα βασικά και τα παραβασικά κύτταρα του φυσιολογικού πλακώδους επιθηλίου. Συνοδεύεται στο 97% των περιπτώσεων με προσβολή από υψηλής επικινδυνότητας στέλεχος του ιού HPV. Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις HGSIL, τότε επιβάλλεται η κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Εάν αποδειχτεί ιστολογικά ότι δεν υπάρχει καθόλου αλλοίωση ή πρόκειται για μια LGSIL, τότε τα προηγούμενα κυτταρολογικά δείγματα πρέπει να ανασκοπηθούν και να επαναξιολογηθούν. Εάν τα ιστολογικά ευρήματα ταυτιστούν με τα κυτταρολογικά, τότε συστήνεται η διαγνωστική εκτομή, εφόσον η ασθενής δεν είναι έγκυος. Εάν πρόκειται για νεαρές γυναίκες, συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε εγκύους γυναίκες η κολποσκόπηση πρέπει να γίνεται από πεπειραμένους γυναικολόγους, δεδομένου ότι η λήψη δείγματος από τον ενδοτράχηλο αντενδείκνυται αυστηρά σε περίπτωση εγκυμοσύνης. Εν γένει, σε εγκύους γυναίκες δεν ενδείκνυται η θεραπευτική αντιμετώπιση της HGSIL, παρά μόνο σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ανάπτυξη διηθητικού πλακώδους καρκινώματος. Σε περίπτωση που ένα δείγμα παρουσιάζει αλλοιώσεις τόσο HGSIL όσο και LGSIL, τότε κατατάσσεται ως HGSIL αλλοίωση. Ωστόσο, πολλές φορές τα έντονα δυσπλαστικά κύτταρα είναι πολύ λίγα. Η δυνατότητα διάκρισης μιας HGSIL από ένα πλακώδες διηθητικό καρκίνωμα και αντιστρόφως, πολλές φορές δεν είναι απόλυτα εφικτή σε κυτταρολογικά υλικά. Το γεγονός αυτό πρέπει να είναι γνωστό στον κλινικό ιατρό, ο οποίος πρέπει να επαληθεύει σε δεύτερο χρόνο την παθολογική κυτταρολογική διάγνωση με κολποσκόπηση και βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα in situ (AIS) εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες γύρω από τα 38 έτη. Η κυτταρολογική του διάγνωση είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και ακριβής. Η κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS δεν αποκλείει τη συνύπαρξη διηθητικού αδενοκαρκινώματος, για τον λόγο αυτό ο ιστολογικός έλεγχος είναι επιβεβλημένος. Ωστόσο, ακόμα και ιστολογικά, η διάκριση μεταξύ διηθητικού και in situ αδενοκαρκινώματος είναι πολλές φορές δυσχερής. Μια γυναίκα με κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS πρέπει να υποβληθεί σε κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού και από το ενδομήτριο. Εάν ο ιστολογικός έλεγχος δεν τεκμηριώσει την παρουσία παθολογικής αλλοίωσης, τότε είναι πιθανό να απαιτηθεί ευρύτερη βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα του ενδοτραχήλου αποτελεί το 25% των καρκίνων του τραχή- λου της μήτρας. Παρατηρείται σε ελαφρά μεγαλύτερες ηλικίες από το αδενοκαρκίνωμα in situ και μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικό ή να συνοδεύεται από αιμορραγία και κολπικές εκκρίσεις. Η παρουσία HPV έχει ανιχνευθεί και σε αυτό το νεόπλασμα.
• Η χρήση του τεστ Pap δεν αποτελεί αξιόπιστη μέθοδο ελέγχου ύποπτων ενδομητρικών αλλοιώσεων, ωστόσο μερικές φορές είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στα τεστ Pap νεοπλασματικά κύτταρα από τέτοιες βλάβες.
• Το μη Hodgkin λέμφωμα αναπτύσσεται πολύ σπάνια ως πρωτοπαθές νεόπλασμα στον κόλπο και τον τράχηλο. Στην κυτταρολογική διαφορική του διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνεται η λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα.
• Μεταστατικά νεοπλάσματα στον κόλπο και τον τράχηλο, μπορεί να προέρχονται από τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες, το παχύ έντερο, την ουροδόχο κύστη, την ουρήθρα ή σπανιότερα από τον μαστό, τον πνεύμονα, το πάγκρεας και το νεφρό.

Τα κονδυλώματα και η αντιμετώπιση τους
Η λοίμωξη από τον ιό των κονδυλωμάτων είναι η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσος. Εκτιμάται ότι 50-70% των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών θα προσβληθούν από τον ιό HPV καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Το 60% των γυναικών είναι θετικές στον ιό των κονδυλωμάτων μόλις 3 έτη μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή τους.
Υπολογίζεται ότι σε κάθε σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο χωρίς προφύλαξη υπάρχει κίνδυνος 70% μόλυνσης από τον ιό. Κονδυλώματα όμως θα εμφανιστούν σε μόλις 10% αυτών που θα μολυνθούν, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο ιός των κονδυλωμάτων αντιμετωπίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση.
Οι τύποι HPV 6 και 11 ευθύνονται για το 90% των κονδυλωμάτων.
Σε αντίθεση με τα κονδυλώματα, ο ίδιος ο ιός δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον οργανισμό.
Άπαξ και μολύνει τα κύτταρα παραμένει για πάντα μέσα τους, ωστόσο οι δυσπλασίες και τα κονδυλώματα μπορούν να αφαιρεθούν.
Χαμηλού κινδύνου ιοί που προκαλούν κυρίως κονδυλώματα είναι οι HPV6, HPV11, 42, 43 και 44.
Υψηλού κινδύνου που ενέχονται για δυσπλασίες, καρκίνο τραχήλου και άλλους καρκίνους είναι οι HPV16, HPV18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59 και 68.

Κονδυλώματα - Συμπτώματα
Ο χρόνος επώασης των κονδυλωμάτων κυμαίνεται από 1-8 μήνες ή και περισσότερο.
Τα τυπικά οξυτενή κονδυλώματα παρουσιάζονται σαν ρόδινες ή γκριζωπές βλάβες, μαλακές με λεία, κοκκώδη ή ανθοκραμβοειδή επιφάνεια και βάση πεπλατυσμένη ή μισχωτή.
Τα κονδυλώματα πολλαπλασιάζονται με αυτοενοφθαλμισμό και μπορεί να συρρέουν και να σχηματίζουν μεγάλες πλάκες. Τα κονδυλώματα είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους ασυμπτωματικά και ανώδυνα. Σπανίως οι πάσχοντες από κονδυλώματα αναφέρουν κνησμό, αίσθηση καύσου, πόνο ή αιμορραγία εξ αιτίας των κονδυλωμάτων.
Στους άνδρες τα κονδυλώματα συνήθως εντοπίζονται στη βάλανο, στο έσω πέταλο της ακροποσθίας.
Κονδυλώματα στο σώμα του πέους, στο όσχεο, στο εφήβαιο, στην ουρήθρα και σπάνια στην ουροδόχο κύστη μπορεί να εμφανιστούν. Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η φίμωση, η ουρηθρίτιδα, η οξυουρίαση η τοπική χρήση κορτικοστεροειδών, η ανοσοκαταστολή.
Υψηλή επίπτωση κονδυλωμάτων έχουμε σε σακχαρώδη διαβήτη, HIV φορείς και σε χρόνια λήψη ανοσοκαταστασλικών φαρμάκων.
Στις γυναίκες τα κονδυλώματα εντοπίζονται στα μικρά και τα μεγάλα χείλη, στην ουρήθρα, στον κόλπο και στον τράχηλο της μήτρας, ενώ σπανίως μπορεί να προσβληθεί από κονδυλώματα και η ουροδόχος κύστη όπως και στους άνδρες.
Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η εγκυμοσύνη, η λοίμωξη με τριχομονάδα, αλλά και άλλες λοιμώξεις που έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαβροχή της περιοχής από τις κολπικές εκκρίσεις. Ιδίως κατά την εγκυμοσύνη, τα κονδυλώματα μπορεί να είναι υπερπλαστικά και να πάρουν μεγάλες διαστάσεις.
Άλλη θέση εντοπισμού των κονδυλωμάτων είναι ο πρωκτός.
Τα κονδυλώματα πρωκτού πολύ συχνά εντοπίζονται μέσα στον πρωκτό όπως και στο περιπρωκτικό δέρμα. Η μόλυνση με τον ιό HPV συνήθως γίνεται κατά την επαφή, ωστόσο τα κονδυλώματα πρωκτού μπορούν να εμφανισθούν και χωρίς πρωκτική επαφή.
Η μετάδοση κονδυλωμάτων πρωκτού μπορεί να γίνει με τα δάκτυλα, π.χ. κατά τη διάρκεια του πλυσίματος. Παράγοντες που μετατρέπουν ή εξασθενούν το ανοσοποιητικό (μόλυνση με τον ιό HIV, ανοσοκαταστολή, σακχαρώδης διαβήτης, χορήγηση κορτιζόνης ή επάλειψη στην περιοχή του πρωκτού με κρέμες κορτιζόνης) προδιαθέτουν στην εκδήλωση κονδυλωμάτων πρωκτού.
Άλλες εξωγεννητικές και σπανιότερες θέσεις εντοπισμού των κονδυλωμάτων αποτελούν ο βλεννογόνος του στόματος και ιδιαίτερα οι γωνίες των χειλέων, ο φάρυγγας, οι επιπεφυκότες, οι μασχάλες, ο ομφαλός και τα μεσοδακτύλια διαστήματα των ποδιών.
Πέρα από τα κονδυλώματα, η εμμένουσα λοίμωξη με τους υψηλής επικινδυνότητας υποτύπους του ιού HPV, οι οποίοι έχουν την τάση να μην υποστρέφουν και να ενσωματώνονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα, έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση προκαρκινικών αλλοιώσεων όπως ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία τραχήλου (CIN), αιδοίου (VIN), πέους (PIN) και ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία του πρωκτού (AIN).
Αυτές είναι προκαρκινικές δυσπλασίες που συχνά συνυπάρχουν με κονδυλώματα και οι οποίες ενδέχεται να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Η μεγάλη σημασία που έχουν τα κονδυλώματα όταν εμφανίζονται σε γυναίκες έγκειται στο γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των γυναικών που έχουν εμφανίσει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, έχουν εμφανίσει και κονδυλώματα στην περιοχή αυτή, και μάλιστα πιο συγκεκριμένα έχουν προσβληθεί από τους υποτύπους 16,18 του ιού HPV.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν παρουσιάζουν όλες οι γυναίκες που έχουν παρουσιάσει κονδυλώματα, καρκίνο του τραχήλου.

Κονδυλώματα – Επιπλοκές
Οι επιπλοκές των κονδυλωμάτων διακρίνονται σε ελάσσονες και μείζονες και είναι οι εξής:
Ελάσσονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: εκλώσεις και δημιουργία πληγών, αιμορραγία, επιμόλυνση, μηχανικά προβλήματα κατά την ούρηση και ψυχολογικά προβλήματα
Μείζονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: γιγάντια κονδυλώματα, δυσπλασίες, καρκίνοι πρωκτογεννητικής χώρας, καρκίνος τραχήλου, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Κονδυλώματα – Διάγνωση
Η διάγνωση των κονδυλωμάτων γίνεται κυρίως κλινικά και επισκοπικά. Ο έμπειρος δερματολόγος θα διαγνώσει τα κονδυλώματα και θα προτείνει την κατάλληλη μέθοδο θεραπείας. Σε ορισμένες υποκλινικές μορφές η διάγνωση των κονδυλωμάτων μπορεί να γίνει με επάλειψη διαλύματος οξεικού οξέος 5%, η χρήση του οποίου αμφισβητείται από κάποιους γιατί μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς.
Σπάνια θα χρειαστεί βιοψία και ιστολογική εξέταση για τη διάγνωση των κονδυλωμάτων και κυρίως σε διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Με τη μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) ανιχνεύεται το DNA του ιού του κονδυλώματος και μπορούμε να κάνουμε τυποποίηση του ιού.
Δεν έχει όμως νόημα και πρακτικά δεν εφαρμόζεται στην διάγνωση των κονδυλωμάτων, γιατί δεν μεταβάλλουν το θεραπευτικό πλάνο.

Κονδυλώματα – Διαφορική Διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση των κονδυλωμάτων θα πρέπει να γίνει κυρίως από τα πλατέα κονδυλώματα της δευτερογόνου σύφιλης, τα θηλώματα, τους σπίλους, τις μυρμηκιές, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, τη βλαστική πέμφιγα, το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα και τη μολυσματική τέρμινθο.
Επίσης με κονδυλώματα μοιάζουν και οι μαργαριταροειδείς βλατίδες του πέους που είναι φυσιολογικοί αδένες γύρω από τη βάλανο του πέους που μπορεί να διογκώνονται.

Κονδυλώματα - Πρόληψη
Δεδομένου ότι το 70% των ενεργών σεξουαλικά ενηλίκων έχει μολυνθεί από τους ιούς HPV, ο μόνος τρόπος 100% πρόληψης των κονδυλωμάτων θα ήταν θεωρητικά η αυστηρή μονογαμία. Επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να εφαρμοστεί, απαιτείται η χρήση προφυλακτικού για την πρόληψη των κονδυλωμάτων, το οποίο όμως δεν προστατεύει 100%.
Η περιτομή στους άνδρες έχει βρεθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης και μόλυνσης από τα κονδυλώματα.
Σήμερα είναι διαθέσιμα 2 εμβόλια.

Κονδυλώματα - Αντιμετώπιση
Ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των βλαβών επιλέγεται η αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με τοπικές κρέμες ή αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με καταστροφικές μεθόδους, όπως κρυοθεραπεία, διαθερμοπηξία, laser.
Μπορούμε σήμερα να έχουμε πολύ υψηλά ποσοστά αντιμετώπισης κονδυλωμάτων σε μία μόνο επίσκεψη.
Αυτό επιτυγχάνεται με αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με laser CO2 σε συνδυασμό σε κάποιες περιπτώσεις με χειρουργική αντιμετώπιση κονδυλωμάτων όπου αυτό απαιτηθεί.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με Laser διοξειδίου του άνθρακα πλεονεκτεί σήμερα όλων των διαθέσιμων μεθόδων. Η laser θεραπεία κονδυλωμάτων στοχεύει επιλεκτικά μόνο στα υπάρχοντα κονδυλώματα αφήνοντας ανέπαφο το γύρω υγιές δέρμα.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser χαρακτηρίζεται από απουσία μετεγχειρητικού πόνου και ουλών, ενώ το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο. Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser είναι μια αναίμακτη μέθοδος, η δέσμη του laser εφαρμόζεται στοχευμένα στην πάσχουσα περιοχή κατόπιν τοπικής αναισθησίας με διάλυμα ξυλοκαΐνης 2% και μπορεί να καταστρέψει όλα τα υπάρχοντα σε μία δεδομένη στιγμή κονδυλώματα με μία μόνο συνεδρία.
Είναι η πλέον ανώδυνη, χωρίς παρενέργειες όταν εφαρμόζεται από εξειδικευμένο Δερματολόγο και αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας κονδυλωμάτων και αποτελεί την αντιμετώπιση εκλογής για μικρού και μεσαίου μεγέθους αλλοιώσεις.
 

Γιατί να επιλέξει κάποια φίλη το κέντρο μας για να κάνει ΤΕΣΤ ΠΑΠ υγρής φάσης:
Δημιουργήσαμε ένα χώρο με άμεση πρόσβαση (δίπλα στο σταθμό ΜΕΤΡΟ Κατεχάκη) με πολύ μεράκι και αγάπη, με σκοπό να δώσουμε στις γυναίκες φίλες τη δυνατότητα να μας γνωρίσουν και να κάνουν στο κέντρο μας αυτή την τόσο σημαντική προληπτική ιατρική εξέταση.Εμείς κάνουμε ταυτόχρονα και τη λήψη και τη διάγνωση του ΤΕΣΤ ΠΑΠ.
Πέραν όμως του πολύ χαμηλού οικονομικού κόστους, οι υπηρεσίες μας είναι πολύ υψηλής ποιότητας και για το λόγο αυτό είμαστε ένα από τα ελάχιστα κυτταρολογικά εργαστήρια στην Ελλάδα που έχουν διαπιστευθεί κατά ELOT EN ISO 15189. Η πιστοποίησή μας αυτή δεν είναι κενό γράμμα, αλλά αντανακλά την συνολική προσπάθειά μας να παρέχουμε αξιόπιστες, διεθνώς αναγνωρισμένες ιατρικές υπηρεσίες, εφαρμόζοντας ένα Σύστημα Ολικής Διαχείρισης Ποιότητας και δίνοντας σημασία σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που μας φέρνουν πιο κοντά στα σύγχρονα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Επιγραμματικά και μόνο θα αναφερθώ σε μερικά από τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε:
Άνετοι και λειτουργικοί χώροι δειγματοληψίας
Μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας (δύο μηχανήματα κυτταρολογίας υγρής φάσης, σύστημα αυτόματης χρώσης, κυτταροφυγόκεντροι, μικροσκόπια με καμέρα)
Άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό για ανώδυνες λήψεις τεστ παπ
Οι 4 ιατροί κυτταρολόγοι του κέντρου μας είναι καταξιωμένοι επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, με πλούσιο επιστημονικό έργο
Τηρούμε πλήρες αρχείο πλακιδίων και παραπεμπτικών σε βάθος 10ετίας
Εφαρμόζουμε μέτρα εσωτερικού ελέγχου ποιότητας
Συμμετέχουμε σε προγράμματα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας
Κάθε ΤΕΣΤ ΠΑΠ μικροσκοπείται από 2 τουλάχιστον κυτταρολόγους
Έκδοση απάντησης εντός 24 ωρών
Απάντηση με εικόνες από αντιπροσωπευτικές θέσεις
Σχολιασμός εικόνων από ειδικό κυτταρολόγο
Δωρεάν παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, εαν χρειαστεί από τον Επιστημονικό διευθυντή και τους γιατρούς μας

Χρήσιμες πληροφορίες - Κλινικο-εργαστηριακή συσχέτιση
Η παρουσία αυτόματα αποφολιδούμενων ενδομητρικών κυττάρων παρατηρείται φυσιολογικά μόνο κατά τις 12 πρώτες ημέρες του κύκλου. Απόπτωση εν- δομητρικών κυττάρων μετά την ημέρα αυτή μπορεί να οφείλεται στην παρουσία ενδομητρίτιδας, ενδομητρικών πολυπόδων ή στη χρήση αντισυλληπτικών ενδομητρικών συσκευών. Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η απόπτωση ενδομητρικών κυττάρων πέρα από τη 12η ημέρα του κύκλου δεν έχει σχεδόν ποτέ συσχετισθεί με την παρουσία ενδομητρικού αδενοκαρκινώματος. Για το λόγο αυτό, η παρουσία ενδομητρικών κυττάρων δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην κυτταρολογική απάντηση σε περίπτωση γυναικών ηλικίας μικρότερης των 40 ετών. Η παρουσία ακόμα και καλοήθων ενδομητρικών κυττάρων σε τεστ Pap γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών, ανεξαρτήτως της ορμονικής τους κατάστασης, πρέπει να μας προβληματί- ζει δεδομένου ότι το 6% των περιπτώσεων αφορά σε καρκινώματα και το 12% σε υπερπλασία του ενδομητρίου, πόσο μάλλον όταν το 25% των γυναικών με καρκινική ή προκαρκινική αλλοίωση στο ενδομήτριο είναι ασυμπτωματικές και ουσιαστικά η αρχική ανίχνευση της καρκινικής ή προκαρκινικής αλλοίωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο κυτταρολογικά.
• Μετά κωνοειδή εκτομή ή από λανθασμένο χειρισμό, είναι δυνατόν το δείγμα να περιέχει στρωματικά ή αδενικά κύτταρα του ενδομητρίου, τα οποία μπορεί να θέσουν υπόνοια νεοπλασματικής εξεργασίας. Η ενδομητρίωση του τραχήλου πα- ρουσιάζει παρόμοια κυτταρολογική εικόνα.
• Κύτταρα από τον πλακούντα παρατηρούνται μόνο στο 0,1% των εγκύων γυναι- κών και άρα αποτελούν ένα εξαιρετικά σπάνιο εύρημα. Η παρουσία των κυττάρων αυτών δεν αποτελεί ένδειξη επικείμενης αποβολής.
• Με το τεστ Pap είναι εφικτός ο ορμονικός έλεγχος, δεδομένου ότι ο βαθμός ωρί- μανσης του επιθηλίου εξαρτάται από τα επίπεδα ορμονών που κυκλοφορούν στο αίμα. Τα δείγματα γι’ αυτό τον σκοπό λαμβάνονται από το πλάγιο κολπικό τοίχωμα. Ο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης είναι ο δείκτης ωρίμανσης, ο οποίος είναι η αναλογία παραβασικών/διαμέσων/επιπολής κυττάρων. Η ερμηνεία του ορμονι- κού δείκτη είναι εφικτή μόνο όταν είναι διαθέσιμα η ηλικία της γυναίκας, η ημερο- μηνία της τελευταίας έμμηνης ρήσης, το κλινικό ιστορικό και το ιστορικό λήψης φαρμακευτικών σκευασμάτων.
• Η παρουσία φλεγμονωδών κυττάρων δεν αποτελεί ένδειξη φλεγμονής του κολπικού και τραχηλικού επιθηλίου. Η παρουσία λεμφοκυττάρων προερχόμενων από λεμφοζίδια αποδίδεται σε λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα και η διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνει κάποιο λέμφωμα ή μια υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Η αφθονία κολποβακτηρίων μπορεί να συνοδεύεται από κυτταρόλυση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η κυτταροπλασματική αναλογία, βασικό κριτήριο για τη διάγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων.
• Η παρουσία ακτινομυκήτων έχει ανιχνευθεί στα κολποτραχηλικά επιχρίσματα του 7% των γυναικών που χρησιμοποιούν ενδομητρικές αντισυλληπτικές συσκευές. Παρότι μόνο το 15% των ασθενών εμφανίζουν συμπτώματα, ακόμα και σε ασυ- μπτωματικές ασθενείς συστήνεται η αφαίρεση της ενδομητρικής συσκευής και η επανατοποθέτησή της μετά από επανάληψη του τεστ Pap, εφόσον αυτό θα τεκμηριώσει την απουσία του παθογόνου μικροοργανισμού.
• Τα κυτταρολογικά κριτήρια διάγνωσης πιθανής λοίμωξης από χλαμύδια δεν επιτυγχάνουν υψηλό ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας.
• Η παρουσία στοιχείων ενδεικτικών υπερκεράτωσης μπορεί να υποκρύπτει σοβαρότερες επιθηλιακές βλάβες, όπως κονδυλώματα ή ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Το ιστορικό χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας ή χρήσης ενδομητρικών αντισυλληπτικών συσκευών αποτελούν συνήθεις αιτίες αναγεννητικής ατυπίας και πρέπει να αναφέρονται οπωσδήποτε στο παραπεμπτικό της κυτταρολογικής εξέτασης.
• Σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα διαφορικής διάγνωσης μεταξύ ατυπίας και ατροφικού επιθηλίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικά οιστρογονικό σκεύασμα με σκοπό την τεχνητή ωρίμανση του επιθηλίου και στη συνέχεια να επανα- ληφθεί η κυτταρολογική εξέταση, 1 εβδομάδα μετά τη λήξη της θεραπείας. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η διάγνωση ατυπίας (ASC) σε μετεμηνοπαυσιακές γυναίκες επαληθεύεται ιστολογικά (ως ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση) μόνο στο 17% των περιπτώσεων και ηπαρουσία HPV μόνο στο 10%, σε αντίθεση με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, στις οποίες η διάγνωση ατυπίας επαληθεύεται σε ποσοστό 46% και η παρουσία HPV σε ποσοστό 50%.
• Η κατηγορία ASC-US εισήχθη το 1988 στο σύστημα ταξινόμησης Bethesda, προκειμένου να περιγράψει την παρουσία κυτταρικής ατυπίας πιο σοβαρής από αυτή που μπορεί να αποδοθεί σε αναγέννηση του επιθηλίου αλλά ελάχιστα αποκλίνουσας από μια σαφή διάγνωση ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας. Ουσιαστικά, ο όρος ASC-US εκφράζει περισσότερο μια υποψία και λιγότερο μια τυπική διάγνωση, ωστόσο η χρησιμότητά του έχει αναγνωριστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των κυτταρολόγων. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το σύνολο των ASC δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5% του συνόλου των τεστ Pap. Ειδικά, η αναλογία ASC/SIL διαγνώσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3/1. Μετά την τροποποίηση του συστήματος ταξινόμησης Bethesda, το 2001, τα ASC περιστατικά διακρίθηκαν σε αυτά που παρουσιάζουν μη διαγνωστική ατυπία (ASC-US) και σε αυτά των οποίων η κυτταρολογική εικόνα δεν μπορεί να αποκλείσει την παρουσία HGSIL (ASC-H). Σε περίπτωση που διαγνωσθεί κυτταρολογικά μη διαγνωστική ατυπία των κυττάρων του πλακώδους επιθηλίου, πρέπει να ανιχνευθεί το παθογόνο στέλεχος του ιού HPV και να επαναληφθεί η κυτταρολογική εξέταση σε 4-6 μήνες. Εάν ανιχνευθούν εκ νέου άτυπα κύτταρα και το στέλεχος HPV είναι υψηλής επικινδυνότητας, τότε συνιστάται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού. Εάν η κολποσκόπηση δεν τεκμηριώσει την παρουσία ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης ή νεοπλασίας, τότε συνιστάται επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης για 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών και επανέλεγχος του DNA του ιού HPV σε 12 μήνες. Εάν οι δύο κυτταρολογικές εξετάσεις καταδείξουν εκ νέου την παρουσία άτυπων κυττάρων, τότε συνιστάται κολποσκόπηση, αλλιώς η ασθενής δεν ανήκει πλέον στην ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Η υποκατηγορία ASC-H αποτελεί το 5-10% του συνόλου των περιπτώσεων ASC. H διάγνωση ASC-H συνδυάζεται στο 48% των περιπτώσεων με ιστολογική διάγνωση HGSIL, έναντι μόνο 13% των απλών περιπτώσεων ASC-US. Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση μιας κυτταρολογικά διαγνωσμένης περίπτωσης ASC-H είναι η διενέργεια κολποσκόπησης και η λήψη βιοπτικού υλικού. Σε περίπτωση που η κυτταρολογική ατυπία δεν επιβεβαιωθεί ιστολογικά, τότε συνιστάται ανασκόπηση του κυτταρολογικού υλικού και επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε διάστημα 6 και 12 μηνών καθώς και η μετά έτος εργαστηριακή τυποποίηση του παθογόνου στελέχους HPV.
Σε περίπτωση που ο περαιτέρω έλεγχος αποβεί αρνητικός, η ασθενής δεν θεωρείται ότι ανήκει πλέον σε ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Αδενικά κύτταρα που μοιάζουν με τα φυσιολογικά ενδοτραχηλικά κύτταρα, παρατηρούνται περίπου στο 2% των γυναικών οι οποίες έχουν ιστορικό ολικής υστερεκτομής, ειδικά δε εκείνων που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία. Πιθανότατα οφείλονται σε αδενική μετάπλαση φυσιολογικών πλακωδών κυττάρων. Η πιθανότητα αυτή πρέπει να είναι εις γνώση του κυτταρολόγου, ο οποίος καλείται να απο- κλείσει την παρουσία ενός πιθανού αδενοκαρκινώματος.
• Σε περίπτωση που τα αδενικά κύτταρα παρουσιάζουν ατυπία που θέτει υπό- νοια αδενοκαρκινώματος in situ (ΑΙS) ή αδενοκαρκινώματος, τότε η κυτταρολογική εικόνα ταξινομείται ως AGC-US (Atypical Glandular Cells of Undetermined Significance). H κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε AGC-ενδομητρικής προέλευσης, AGC-ενδοτραχηλικής προέλευσης και σε AGC-ΝOS (Non Otherwise Specified).
• Περίπου το 50% των ασθενών με διάγνωση AGC-ενδομητρικής προέλευσης παρουσιάζουν τελικά κάποια σημαντική αλλοίωση, η οποία μπορεί να είναι διηθητικό ή in situ αδενοκαρκίνωμα, αλλά μπορεί και να είναι πλακώδους προέλευσης. Η παρουσία άτυπων ενδομητρικών κυττάρων έχει συσχετισθεί με μεγαλύτερη πιθανό- τητα παρουσίας νεοπλασίας. Σε ασθενείς με διάγνωση AGC-US είναι απαραίτητη η κολποσκόπηση, με διενέργεια ιστοληψίας ή και ευρύτερης βιοψίας (εάν κυτταρολογικά έχει τεθεί ισχυρή υπόνοια παρουσίας νεοπλασίας). Επιπλέον, σε γυναίκες αυτής της κατηγορίας με ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών ή με απροσδόκητη αιμορραγία από τον κόλπο, πρέπει να λαμβάνεται βιοπτικό υλικό από το ενδομήτριο. Σε περί- πτωση που οι επιπλέον εξετάσεις δεν τεκμηριώσουν την παρουσία καρκινικών ή προκαρκινικών αλλοιώσεων, τότε συστήνεται η επανάληψη του τεστ Pap για 4 διαδοχικές φορές, με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Εάν οι συνεχόμενες κυτταρολογικές εξετάσεις τεκμηριώσουν την παρουσία παθολογικών αλλοιώσεων, τότε συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης, αλλιώς η ασθενής παύει να ανήκει σε ομάδα υψη- λού κινδύνου.
• Οι ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις αποτελούν προκαρκινικές μορφές, οι οποίες μπορούν να διαγνωσθούν κυτταρολογικά. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία προκύπτει ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 57%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 32%, εξελίσσονται σε υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σε ποσοστό 11% και σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 1%. Αντίστοιχα, οι υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 33%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 44%, εξελίσσονται σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 8%.
• Στην παθογένεια των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων υπεισέρχεται ο ιός HPV, του οποίου και έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 100 διαφορετικά παθογόνα στελέχη. Εξ αυτών, μόνο 40 προσβάλλουν το γυναικείο γεννητικό σύστημα. Από τα 40 αυτά στελέχη, μόνο τα 20 θεωρούνται υψηλού κινδύνου και έχουν ανιχνευθεί στο 90% των περιπτώσεων τόσο ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας όσο και διηθητικού καρκινώματος. Τέτοια στελέχη του ιού HPV με υψηλή επικινδυνότητα είναι τα υπ’ αριθμόν 16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85.
• Tεχνικές μοριακής ανάλυσης HPV DNA που εφαρμόζονται σε κυτταρολογικό υλικό είναι: α) η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR), χρησιμοποιώντας γενικούς εκκινητές που στοχεύουν στην L1 γονιδιακή περιοχή για screening (42 τύποι) και τεχνικές τυποποίησης (π.χ. DNA Μικροσυστοιχίες) των συχνότερων στελεχών του ιού χαμηλού κινδύνου (6, 11, 40, 42, 43, 44, 54, 61, 62, 71, 72, 81, 83, 84, 89, IS39, CP6108) και υψηλού κινδύνου (16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85) β) η τεχνική του in situ υβριδισμού μπορεί να διακρίνει την παρουσία ενσωμάτωσης του ιικού DNA στο DNA του ανθρώπινου κυττάρου.
• Ο έλεγχος του HPV DNA έχει εγκριθεί ως η βασική δοκιμασία µαζικού ελέγχου σε συνδυασµό µε το τεστ Pap για την παρακολούθηση περιπτώσεων µε ASC-US.
• Ανίχνευση της έκφρασης της καψιδιακής πρωτεΐνης L1 του ιού HPV και του ογκο- κατασταλτικού γονιδίου p16 επίσης προσφέρουν στην πρόγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας σε συνδυασμό με την κυτταρολογι- κή εξέταση.
• Η κάλυψη που παρέχουν τα εμβόλια HPV δεν είναι πλήρης, για το λόγο αυτό δεν πρέπει να παραμελείται η συστηματική παρακολούθηση των γυναικών με τεστ Pap και HPV τεστ.
• Η προσβολή από HPV με ή χωρίς παρουσία ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων τραχήλου της μήτρας CIN 1, ταξινομείται πλέον ως χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση του πλακώδους επιθηλίου (LGSIL), ενώ οι αλλοιώσεις CIN 2 και 3 με ή χωρίς τη συνύπαρξη αλλοιώσεων από τον ιό HPV, ταξινομούνται πλέον ως υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις (HGSIL). Ο λόγος είναι καθαρά κλινικός και αφορά στη διαπίστωση ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σπάνια υφίστανται κακοήθη εξαλλαγή, σε αντίθεση με τις υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, οι οποίες έχουν ενοχοποιηθεί για πολύ υψηλά ποσοστά κακοήθους εξαλλαγής.
• Η ταξινόμηση μιας ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης επιτυγχάνεται με ασφάλεια με την απλή μικροσκόπηση. Ο προσδιορισμός του στελέχους HPV δεν μπορεί να προσφέρει στην ταξινόμηση της βλάβης, δεδομένου ότι τα χαμηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού εντοπίζονται μεν συχνότερα σε περιπτώσεις LGSIL, ωστόσο τα υψηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού παρατηρούνται σε μεγάλα ποσοστά τόσο των LGSIL όσο και των HGSIL.
• H κυτταρολογική διάγνωση LGSIL πρέπει να ακολουθείται από κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από τις ύποπτες περιοχές. Έχει παρατηρηθεί ότι το 18% των γυναικών με κυτταρολογική διάγνωση LGSIL παρουσιάζουν ιστολογική εικόνα HGSIL στη βιοψία που ακολουθεί. Η εξέταση ανίχνευσης HPV δεν αποδίδει, δε- δομένου ότι αποβαίνει θετική στο 83% των περιπτώσεων. Η διενέργεια εκτομής ή απόξεσης δεν έχει θέση, εάν προηγουμένως δεν έχει διενεργηθεί ιστολογικός έλεγχος της ύποπτης περιοχής. Σε περίπτωση που η κολποσκόπηση δεν αποδώσει ή είναι αρνητική, τότε συστήνεται η λήψη κυτταρολογικού υλικού από τον ενδοτράχηλο, εκτός αν η ασθενής είναι έγκυος. Σε περίπτωση που και πάλι δεν αποδειχτεί η παρουσία κάποιας προκαρκινικής αλλοίωσης, τότε συστήνεται η επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε 6 μήνες ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV σε ένα έτος. Σε περίπτωση που οι δύο αυτές εξετάσεις δείξουν την παρουσία άτυπων πλακωδών κυττάρων ή προσβολής από τον ιό HPV, τότε συνιστάται η επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η ασθενής συστήνεται να υποβληθεί στον συνήθη κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας.
• Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις LGSIL σε έφηβες γυναίκες, τότε επι- βάλλεται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη, η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση αφορά τα βασικά και τα παραβασικά κύτταρα του φυσιολογικού πλακώδους επιθηλίου. Συνοδεύεται στο 97% των περιπτώσεων με προσβολή από υψηλής επικινδυνότητας στέλεχος του ιού HPV. Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις HGSIL, τότε επιβάλλεται η κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Εάν αποδειχτεί ιστολογικά ότι δεν υπάρχει καθόλου αλλοίωση ή πρόκειται για μια LGSIL, τότε τα προηγούμενα κυτταρολογικά δείγματα πρέπει να ανασκοπηθούν και να επαναξιολογηθούν. Εάν τα ιστολογικά ευρήματα ταυτιστούν με τα κυτταρολογικά, τότε συστήνεται η διαγνωστική εκτομή, εφόσον η ασθενής δεν είναι έγκυος. Εάν πρόκειται για νεαρές γυναίκες, συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε εγκύους γυναίκες η κολποσκόπηση πρέπει να γίνεται από πεπειραμένους γυναικολόγους, δεδομένου ότι η λήψη δείγματος από τον ενδοτράχηλο αντενδείκνυται αυστηρά σε περίπτωση εγκυμοσύνης. Εν γένει, σε εγκύους γυναίκες δεν ενδείκνυται η θεραπευτική αντιμετώπιση της HGSIL, παρά μόνο σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ανάπτυξη διηθητικού πλακώδους καρκινώματος. Σε περίπτωση που ένα δείγμα παρουσιάζει αλλοιώσεις τόσο HGSIL όσο και LGSIL, τότε κατατάσσεται ως HGSIL αλλοίωση. Ωστόσο, πολλές φορές τα έντονα δυσπλαστικά κύτταρα είναι πολύ λίγα. Η δυνατότητα διάκρισης μιας HGSIL από ένα πλακώδες διηθητικό καρκίνωμα και αντιστρόφως, πολλές φορές δεν είναι απόλυτα εφικτή σε κυτταρολογικά υλικά. Το γεγονός αυτό πρέπει να είναι γνωστό στον κλινικό ιατρό, ο οποίος πρέπει να επαληθεύει σε δεύτερο χρόνο την παθολογική κυτταρολογική διάγνωση με κολποσκόπηση και βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα in situ (AIS) εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες γύρω από τα 38 έτη. Η κυτταρολογική του διάγνωση είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και ακριβής. Η κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS δεν αποκλείει τη συνύπαρξη διηθητικού αδενοκαρκινώματος, για τον λόγο αυτό ο ιστολογικός έλεγχος είναι επιβεβλημένος. Ωστόσο, ακόμα και ιστολογικά, η διάκριση μεταξύ διηθητικού και in situ αδενοκαρκινώματος είναι πολλές φορές δυσχερής. Μια γυναίκα με κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS πρέπει να υποβληθεί σε κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού και από το ενδομήτριο. Εάν ο ιστολογικός έλεγχος δεν τεκμηριώσει την παρουσία παθολογικής αλλοίωσης, τότε είναι πιθανό να απαιτηθεί ευρύτερη βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα του ενδοτραχήλου αποτελεί το 25% των καρκίνων του τραχή- λου της μήτρας. Παρατηρείται σε ελαφρά μεγαλύτερες ηλικίες από το αδενοκαρκίνωμα in situ και μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικό ή να συνοδεύεται από αιμορραγία και κολπικές εκκρίσεις. Η παρουσία HPV έχει ανιχνευθεί και σε αυτό το νεόπλασμα.
• Η χρήση του τεστ Pap δεν αποτελεί αξιόπιστη μέθοδο ελέγχου ύποπτων ενδομητρικών αλλοιώσεων, ωστόσο μερικές φορές είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στα τεστ Pap νεοπλασματικά κύτταρα από τέτοιες βλάβες.
• Το μη Hodgkin λέμφωμα αναπτύσσεται πολύ σπάνια ως πρωτοπαθές νεόπλασμα στον κόλπο και τον τράχηλο. Στην κυτταρολογική διαφορική του διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνεται η λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα.
• Μεταστατικά νεοπλάσματα στον κόλπο και τον τράχηλο, μπορεί να προέρχονται από τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες, το παχύ έντερο, την ουροδόχο κύστη, την ουρήθρα ή σπανιότερα από τον μαστό, τον πνεύμονα, το πάγκρεας και το νεφρό.

Τα κονδυλώματα και η αντιμετώπιση τους
Η λοίμωξη από τον ιό των κονδυλωμάτων είναι η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσος. Εκτιμάται ότι 50-70% των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών θα προσβληθούν από τον ιό HPV καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Το 60% των γυναικών είναι θετικές στον ιό των κονδυλωμάτων μόλις 3 έτη μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή τους.
Υπολογίζεται ότι σε κάθε σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο χωρίς προφύλαξη υπάρχει κίνδυνος 70% μόλυνσης από τον ιό. Κονδυλώματα όμως θα εμφανιστούν σε μόλις 10% αυτών που θα μολυνθούν, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο ιός των κονδυλωμάτων αντιμετωπίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση.
Οι τύποι HPV 6 και 11 ευθύνονται για το 90% των κονδυλωμάτων.
Σε αντίθεση με τα κονδυλώματα, ο ίδιος ο ιός δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον οργανισμό.
Άπαξ και μολύνει τα κύτταρα παραμένει για πάντα μέσα τους, ωστόσο οι δυσπλασίες και τα κονδυλώματα μπορούν να αφαιρεθούν.
Χαμηλού κινδύνου ιοί που προκαλούν κυρίως κονδυλώματα είναι οι HPV6, HPV11, 42, 43 και 44.
Υψηλού κινδύνου που ενέχονται για δυσπλασίες, καρκίνο τραχήλου και άλλους καρκίνους είναι οι HPV16, HPV18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59 και 68.

Κονδυλώματα - Συμπτώματα
Ο χρόνος επώασης των κονδυλωμάτων κυμαίνεται από 1-8 μήνες ή και περισσότερο.
Τα τυπικά οξυτενή κονδυλώματα παρουσιάζονται σαν ρόδινες ή γκριζωπές βλάβες, μαλακές με λεία, κοκκώδη ή ανθοκραμβοειδή επιφάνεια και βάση πεπλατυσμένη ή μισχωτή.
Τα κονδυλώματα πολλαπλασιάζονται με αυτοενοφθαλμισμό και μπορεί να συρρέουν και να σχηματίζουν μεγάλες πλάκες. Τα κονδυλώματα είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους ασυμπτωματικά και ανώδυνα. Σπανίως οι πάσχοντες από κονδυλώματα αναφέρουν κνησμό, αίσθηση καύσου, πόνο ή αιμορραγία εξ αιτίας των κονδυλωμάτων.
Στους άνδρες τα κονδυλώματα συνήθως εντοπίζονται στη βάλανο, στο έσω πέταλο της ακροποσθίας.
Κονδυλώματα στο σώμα του πέους, στο όσχεο, στο εφήβαιο, στην ουρήθρα και σπάνια στην ουροδόχο κύστη μπορεί να εμφανιστούν. Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η φίμωση, η ουρηθρίτιδα, η οξυουρίαση η τοπική χρήση κορτικοστεροειδών, η ανοσοκαταστολή.
Υψηλή επίπτωση κονδυλωμάτων έχουμε σε σακχαρώδη διαβήτη, HIV φορείς και σε χρόνια λήψη ανοσοκαταστασλικών φαρμάκων.
Στις γυναίκες τα κονδυλώματα εντοπίζονται στα μικρά και τα μεγάλα χείλη, στην ουρήθρα, στον κόλπο και στον τράχηλο της μήτρας, ενώ σπανίως μπορεί να προσβληθεί από κονδυλώματα και η ουροδόχος κύστη όπως και στους άνδρες.
Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η εγκυμοσύνη, η λοίμωξη με τριχομονάδα, αλλά και άλλες λοιμώξεις που έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαβροχή της περιοχής από τις κολπικές εκκρίσεις. Ιδίως κατά την εγκυμοσύνη, τα κονδυλώματα μπορεί να είναι υπερπλαστικά και να πάρουν μεγάλες διαστάσεις.
Άλλη θέση εντοπισμού των κονδυλωμάτων είναι ο πρωκτός.
Τα κονδυλώματα πρωκτού πολύ συχνά εντοπίζονται μέσα στον πρωκτό όπως και στο περιπρωκτικό δέρμα. Η μόλυνση με τον ιό HPV συνήθως γίνεται κατά την επαφή, ωστόσο τα κονδυλώματα πρωκτού μπορούν να εμφανισθούν και χωρίς πρωκτική επαφή.
Η μετάδοση κονδυλωμάτων πρωκτού μπορεί να γίνει με τα δάκτυλα, π.χ. κατά τη διάρκεια του πλυσίματος. Παράγοντες που μετατρέπουν ή εξασθενούν το ανοσοποιητικό (μόλυνση με τον ιό HIV, ανοσοκαταστολή, σακχαρώδης διαβήτης, χορήγηση κορτιζόνης ή επάλειψη στην περιοχή του πρωκτού με κρέμες κορτιζόνης) προδιαθέτουν στην εκδήλωση κονδυλωμάτων πρωκτού.
Άλλες εξωγεννητικές και σπανιότερες θέσεις εντοπισμού των κονδυλωμάτων αποτελούν ο βλεννογόνος του στόματος και ιδιαίτερα οι γωνίες των χειλέων, ο φάρυγγας, οι επιπεφυκότες, οι μασχάλες, ο ομφαλός και τα μεσοδακτύλια διαστήματα των ποδιών.
Πέρα από τα κονδυλώματα, η εμμένουσα λοίμωξη με τους υψηλής επικινδυνότητας υποτύπους του ιού HPV, οι οποίοι έχουν την τάση να μην υποστρέφουν και να ενσωματώνονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα, έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση προκαρκινικών αλλοιώσεων όπως ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία τραχήλου (CIN), αιδοίου (VIN), πέους (PIN) και ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία του πρωκτού (AIN).
Αυτές είναι προκαρκινικές δυσπλασίες που συχνά συνυπάρχουν με κονδυλώματα και οι οποίες ενδέχεται να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Η μεγάλη σημασία που έχουν τα κονδυλώματα όταν εμφανίζονται σε γυναίκες έγκειται στο γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των γυναικών που έχουν εμφανίσει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, έχουν εμφανίσει και κονδυλώματα στην περιοχή αυτή, και μάλιστα πιο συγκεκριμένα έχουν προσβληθεί από τους υποτύπους 16,18 του ιού HPV.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν παρουσιάζουν όλες οι γυναίκες που έχουν παρουσιάσει κονδυλώματα, καρκίνο του τραχήλου.

Κονδυλώματα – Επιπλοκές
Οι επιπλοκές των κονδυλωμάτων διακρίνονται σε ελάσσονες και μείζονες και είναι οι εξής:
Ελάσσονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: εκλώσεις και δημιουργία πληγών, αιμορραγία, επιμόλυνση, μηχανικά προβλήματα κατά την ούρηση και ψυχολογικά προβλήματα
Μείζονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: γιγάντια κονδυλώματα, δυσπλασίες, καρκίνοι πρωκτογεννητικής χώρας, καρκίνος τραχήλου, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Κονδυλώματα – Διάγνωση
Η διάγνωση των κονδυλωμάτων γίνεται κυρίως κλινικά και επισκοπικά. Ο έμπειρος δερματολόγος θα διαγνώσει τα κονδυλώματα και θα προτείνει την κατάλληλη μέθοδο θεραπείας. Σε ορισμένες υποκλινικές μορφές η διάγνωση των κονδυλωμάτων μπορεί να γίνει με επάλειψη διαλύματος οξεικού οξέος 5%, η χρήση του οποίου αμφισβητείται από κάποιους γιατί μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς.
Σπάνια θα χρειαστεί βιοψία και ιστολογική εξέταση για τη διάγνωση των κονδυλωμάτων και κυρίως σε διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Με τη μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) ανιχνεύεται το DNA του ιού του κονδυλώματος και μπορούμε να κάνουμε τυποποίηση του ιού.
Δεν έχει όμως νόημα και πρακτικά δεν εφαρμόζεται στην διάγνωση των κονδυλωμάτων, γιατί δεν μεταβάλλουν το θεραπευτικό πλάνο.

Κονδυλώματα – Διαφορική Διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση των κονδυλωμάτων θα πρέπει να γίνει κυρίως από τα πλατέα κονδυλώματα της δευτερογόνου σύφιλης, τα θηλώματα, τους σπίλους, τις μυρμηκιές, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, τη βλαστική πέμφιγα, το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα και τη μολυσματική τέρμινθο.
Επίσης με κονδυλώματα μοιάζουν και οι μαργαριταροειδείς βλατίδες του πέους που είναι φυσιολογικοί αδένες γύρω από τη βάλανο του πέους που μπορεί να διογκώνονται.

Κονδυλώματα - Πρόληψη
Δεδομένου ότι το 70% των ενεργών σεξουαλικά ενηλίκων έχει μολυνθεί από τους ιούς HPV, ο μόνος τρόπος 100% πρόληψης των κονδυλωμάτων θα ήταν θεωρητικά η αυστηρή μονογαμία. Επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να εφαρμοστεί, απαιτείται η χρήση προφυλακτικού για την πρόληψη των κονδυλωμάτων, το οποίο όμως δεν προστατεύει 100%.
Η περιτομή στους άνδρες έχει βρεθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης και μόλυνσης από τα κονδυλώματα.
Σήμερα είναι διαθέσιμα 2 εμβόλια.

Κονδυλώματα - Αντιμετώπιση
Ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των βλαβών επιλέγεται η αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με τοπικές κρέμες ή αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με καταστροφικές μεθόδους, όπως κρυοθεραπεία, διαθερμοπηξία, laser.
Μπορούμε σήμερα να έχουμε πολύ υψηλά ποσοστά αντιμετώπισης κονδυλωμάτων σε μία μόνο επίσκεψη.
Αυτό επιτυγχάνεται με αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με laser CO2 σε συνδυασμό σε κάποιες περιπτώσεις με χειρουργική αντιμετώπιση κονδυλωμάτων όπου αυτό απαιτηθεί.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με Laser διοξειδίου του άνθρακα πλεονεκτεί σήμερα όλων των διαθέσιμων μεθόδων. Η laser θεραπεία κονδυλωμάτων στοχεύει επιλεκτικά μόνο στα υπάρχοντα κονδυλώματα αφήνοντας ανέπαφο το γύρω υγιές δέρμα.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser χαρακτηρίζεται από απουσία μετεγχειρητικού πόνου και ουλών, ενώ το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο. Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser είναι μια αναίμακτη μέθοδος, η δέσμη του laser εφαρμόζεται στοχευμένα στην πάσχουσα περιοχή κατόπιν τοπικής αναισθησίας με διάλυμα ξυλοκαΐνης 2% και μπορεί να καταστρέψει όλα τα υπάρχοντα σε μία δεδομένη στιγμή κονδυλώματα με μία μόνο συνεδρία.
Είναι η πλέον ανώδυνη, χωρίς παρενέργειες όταν εφαρμόζεται από εξειδικευμένο Δερματολόγο και αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας κονδυλωμάτων και αποτελεί την αντιμετώπιση εκλογής για μικρού και μεσαίου μεγέθους αλλοιώσεις.
 

Γιατί να επιλέξει κάποια φίλη το κέντρο μας για να κάνει ΤΕΣΤ ΠΑΠ υγρής φάσης:
Δημιουργήσαμε ένα χώρο με άμεση πρόσβαση (δίπλα στο σταθμό ΜΕΤΡΟ Κατεχάκη) με πολύ μεράκι και αγάπη, με σκοπό να δώσουμε στις γυναίκες φίλες τη δυνατότητα να μας γνωρίσουν και να κάνουν στο κέντρο μας αυτή την τόσο σημαντική προληπτική ιατρική εξέταση.Εμείς κάνουμε ταυτόχρονα και τη λήψη και τη διάγνωση του ΤΕΣΤ ΠΑΠ.
Πέραν όμως του πολύ χαμηλού οικονομικού κόστους, οι υπηρεσίες μας είναι πολύ υψηλής ποιότητας και για το λόγο αυτό είμαστε ένα από τα ελάχιστα κυτταρολογικά εργαστήρια στην Ελλάδα που έχουν διαπιστευθεί κατά ELOT EN ISO 15189. Η πιστοποίησή μας αυτή δεν είναι κενό γράμμα, αλλά αντανακλά την συνολική προσπάθειά μας να παρέχουμε αξιόπιστες, διεθνώς αναγνωρισμένες ιατρικές υπηρεσίες, εφαρμόζοντας ένα Σύστημα Ολικής Διαχείρισης Ποιότητας και δίνοντας σημασία σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που μας φέρνουν πιο κοντά στα σύγχρονα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Επιγραμματικά και μόνο θα αναφερθώ σε μερικά από τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε:
Άνετοι και λειτουργικοί χώροι δειγματοληψίας
Μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας (δύο μηχανήματα κυτταρολογίας υγρής φάσης, σύστημα αυτόματης χρώσης, κυτταροφυγόκεντροι, μικροσκόπια με καμέρα)
Άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό για ανώδυνες λήψεις τεστ παπ
Οι 4 ιατροί κυτταρολόγοι του κέντρου μας είναι καταξιωμένοι επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, με πλούσιο επιστημονικό έργο
Τηρούμε πλήρες αρχείο πλακιδίων και παραπεμπτικών σε βάθος 10ετίας
Εφαρμόζουμε μέτρα εσωτερικού ελέγχου ποιότητας
Συμμετέχουμε σε προγράμματα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας
Κάθε ΤΕΣΤ ΠΑΠ μικροσκοπείται από 2 τουλάχιστον κυτταρολόγους
Έκδοση απάντησης εντός 24 ωρών
Απάντηση με εικόνες από αντιπροσωπευτικές θέσεις
Σχολιασμός εικόνων από ειδικό κυτταρολόγο
Δωρεάν παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, εαν χρειαστεί από τον Επιστημονικό διευθυντή και τους γιατρούς μας

Γιατί θα έπρεπε να ζητήσω το Παπ τεστ υγρής φάσης;
Το υγρής φάσης είναι η πρώτη πραγματική βελτίωση του τεστ Παπανικολάου από την πρωτοεμφάνισή του πριν 50 χρόνια. Αυτό το νέο εξελιγμένο τεστ ενισχύει την εμπιστοσύνη σας για την πιστότητα της εξέτασης. Αποκτήστε τον έλεγχο του σώματός σας και ζητήστε από το γιατρό σας το υγρής φάσης Παπ τεστ σήμερα.
Με λίγα λόγια το υγρής φάσης PapTest αποτελεί μία σπουδαία καινοτομία στο χώρο της κυτταρολογικής εξέτασης καθώς είναι η πρώτη εξέλιξη του τεστ Παπανικολάου (τεστ Παπ) μετά από έξι δεκαετίες, που συμβάλλει καθοριστικά στη μείωση του ποσοστού του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Σήμερα είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος ελέγχου των γυναικών για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, όντας σημαντικά πιο αποτελεσματικό από το συμβατικό Τεστ Παπ.|
Τον Μάιο του 1996, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) ενέκρινε την καθιέρωση της μεθόδου υγρής φάσης PapTest για να αντικαταστήσει τη συμβατική τεχνική, αναγνωρίζοντας ότι είναι σημαντικά πιο αποτελεσματική στην ανίχνευση τραχηλικών αλλοιώσεων. Σημαντικός αριθμός μελετών έχει μάλιστα επιπλέον επιβεβαιώσει την υπεροχή της μεθόδου υγρής φάσης, όχι μόνο σε ό, τι αφορά τα κολποτραχηλικά δείγματα, μα και σε όλα τα κυτταρολογικά δείγματα.
Η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης (LBC) έχει μεγαλύτερο κόστος από το παραδοσιακό τεστ Παπανικολάου. Έχει δύο πλεονεκτήματα: το πρώτο πλεονέκτημα είναι η καλύτερη εικόνα για τον κυτταρολόγο, κατά τη μικροσκοπική εξέταση, που έχει ως αποτέλεσμα την ανίχνευση περισσότερων LSIL. Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι, ότι το υλικό στο φιαλίδιο διατηρείται στο εργαστήριο και εάν κατά την εξέταση των κυττάρων στο μικροσκόπιο υπάρξει ένδειξη μόλυνσης από HPV ή αμφιλεγόμενη ατυπία, λόγω πιθανής λοίμωξης από ιό (κατηγορία ASCUS), μπορεί να γίνει αναζήτηση του HPV-DNA στο εργαστήριο και να διευκρινιστεί το πρόβλημα, χωρίς να χρειαστεί να έρθει ξανά η γυναίκα στο ιατρείο για λήψη καινούργιου υλικού. Οι μελέτες έχουν δείξει, ότι η τεχνική LBC πλεονεκτεί μόνο στην ανεύρεση περισσότερων LSIL, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντική διαφορά στην ανεύρεση HSIL, που είναι και ο κύριος στόχος μας, ειδικά σε προγράμματα μαζικού ελέγχου.

Χρειάζονται τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες που δεν είναι τώρα ενεργές σεξουαλικά;
Εάν υπήρξε κάποτε μόλυνση από HPV, το τεστ πρέπει να επαναλαμβάνεται, ακόμη και στην περίπτωση, που κάποια γυναίκα δεν είναι τώρα ενεργή σεξουαλικά, για το ενδεχόμενο υποτροπής παλιάς μόλυνσης από HPV.

Μπορεί να γίνει τεστ Παπανικολάου τις ημέρες της περιόδου;
Το τεστ ΔΕΝ μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη φάση της εμμηνορρυσίας, δηλαδή όταν έχουμε περίοδο. Αυτό είναι ευκόλως αντιληπτό, διότι δεν μπορείς να πάρεις κύτταρα από μια περιοχή που αιμορραγεί. Έτσι λοιπόν θα περιμένουμε τη λήξη της περιόδου. Ιδανικός είναι ο χρόνος κοντά στο μέσον του κύκλου. Αν έχουμε έναν φυσιολογικό κύκλο 28 ημερών, πολύ καλός χρονικός ορίζοντας για να κάνουμε ένα τεστ είναι κοντά στην ωοθηλακορηξία. Αυτή την περίοδο ανοίγει ο τράχηλος για να γονιμοποιηθεί το ωάριο και έτσι πολύ πιο εύκολα μπορούμε να προσλάβουμε κάποια κύτταρα από την περιοχή.

Χρειάζονται τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή;
Εάν έχει γίνει υφολική (έχει αφαιρεθεί μόνο το σώμα της μήτρας και έχει μείνει ο τράχηλος) και βέβαια χρειάζεται τεστ Παπανικολάου. Εάν η υστερεκτομή έγινε για κακοήθεια, χρειάζεται παρακολούθηση με τεστ Παπανικολάου για το ενδεχόμενο εμφάνισης αλλοιώσεων στον κόλπο. Το ίδιο ισχύει και για περιπτώσεις με ιστορικό προκαρκινικών αλλοιώσεων στον τράχηλο της μήτρας στο παρελθόν (CIN) ή σε κάθε περίπτωση, που έγινε μεν η υστερεκτομή για άλλο λόγο (π.χ. ινομυώματα, αιμορραγίες, ενδομητρίωση), αλλά βρέθηκαν στη βιοψία αλλοιώσεις από HPV στον τράχηλο. Μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που έχει γίνει ολική υστερεκτομή για καλοήθη πάθηση και δεν υπήρξε ιστορικό με αλλοιώσεις από HPV, δεν συνιστάται κυτταρολογικός έλεγχος του κόλπου.

Είμαι πολύ καλά, δεν έχω ενοχλήσεις, δεν έχω υγρά, χρειάζεται να κάνω τεστ Παπανικολάου;
ΝΑΙ. Το τεστ γίνεται ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ, δηλαδή όταν είστε καλά. Αν έχετε κάποια ενόχληση, αν «κάτι δεν πηγαίνει καλά», επισκεφθείτε τον Γυναικολόγο γιά εξέταση, όχι γιά τεστ Παπανικολάου.

Από ποια ηλικία είναι καλό να γίνεται το τεστ Παπανικολάου και μέχρι ποια ηλικία;
Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, η λήψη τεστ πρέπει να αρχίζει από τη ηλικία των 20 ετών και μετά (σε ενεργές σεξουαλικά γυναίκες). Σε γυναίκες μικρότερης ηλικίας, που έχουν αρχίσει σεξουαλικές επαφές και στις οποίες υπάρχουν προβλήματα ανοσοκαταστολής, μπορεί η λήψη του τεστ να αρχίσει νωρίτερα. Σε ατομικό επίπεδο, συνηθίζεται η λήψη τεστ Παπανικολάου να γίνεται μαζί με την ετήσια Γυναικολογική εξέταση. Σε προγράμματα μαζικού ελέγχου για την πρόληψη του καρκίνου της μήτρας έχει αποδειχθεί ότι σε γυναίκες χωρίς ιστορικό CIN θα μπορούσε η λήψη του τεστ Παπανικολάου να γίνεται ανά διετία ή και ανά τριετία. Όμως, αυτό πρέπει να αποφασίζεται από το γιατρό της κάθε γυναίκας, με βάση την ηλικία της, το ιστορικό της και τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου. Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι γυναίκες 65 ετών ή μεγαλύτερες, που είχαν 3 πρόσφατα τεστ χωρίς παθολογία και κανένα παθολογικό τεστ εντός της τελευταίας δεκαετίας, μπορούν να σταματήσουν να ελέγχονται με τεστ Παπανικολάου. Πρέπει να τονίζεται στις γυναίκες αυτές, ότι αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν πρέπει να ελέγχονται κάθε χρόνο για πρόληψη των καρκίνων των ωοθηκών, του ενδομητρίου, του αιδοίου και κυρίως του μαστού. Η ετήσια προληπτική κλινική εξέταση είναι απαραίτητη, όπως και άλλες εξετάσεις, που ενδεχόμενα θα υποδειχθούν από το γιατρό τους (μαστογραφία, υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων κ.ά.).

Ποιές γυναίκες δεν χρειάζεται να κάνουν τεστ Παπανικολάου;
Α) Γυναίκες μετά την ηλικία των 70, που τα τρία τελευταία ετήσια τεστ ήταν φυσιολογικά.
Β) Γυναίκες που έχουν υποστεί ολική υστερεκτομή, αλλά όχι για καρκίνο ή προκαρκινικές βλάβες.

Ποια είναι η αξιοπιστία- ακρίβεια του τεστ Παπανικολάου ;
Όπως σε όλες τις άλλες ιατρικές εξετάσεις, δεν λείπουν και εδώ οι ψευδώς αρνητικές και ψευδώς θετικές απαντήσεις. Πολλές γυναίκες που προσβλήθηκαν από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας είχαν παλαιότερα ένα ή και περισσότερα αρνητικά τεστ Pap. To ποσοστό των ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις διηθητικού καρκίνου ποικίλλει από 16 έως 82%. Η μεγάλη διαφορά στα αναφερόμενα ποσοστά πιθανόν να οφείλεται σε λάθη μεθοδολογίας κατά την ανασκόπηση των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων.
• Το ποσοστό ψευδώς αρνητικών απαντήσεων σε περιπτώσεις ενδοεπιθηλιακής δυσπλασίας είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς, γιατί συνήθως δεν λαμβάνεται βιοψία από γυναίκες με αρνητικό τεστ Pap. Οι λίγες υπάρχουσες αξιόπιστες σχετικές μελέτες υπολογίζουν τη μέση ευαισθησία του τεστ Pap σε 47% (μεταξύ 30 και 80%) και τη μέση ειδικότητα σε 95% (μεταξύ 86 και 100%).
• Η συμφωνία μεταξύ διαφορετικών κυτταρολόγων ως προς τη διάγνωση (αναπαρα- γωγιμότητα της διάγνωσης) επίσης δεν είναι απόλυτη. Σε μία μεγάλη μελέτη, κατά την οποία εξετάσθηκαν κολποτραχηλικά επιχρίσματα τα οποία ταξινομήθηκαν σε 4 διαγνωστικές κατηγορίες (αρνητικά για κακοήθεια, μη διαγνωστική ατυπία, χα- μηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία και υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία), η κ στατιστική παράμετρος υπολογίστηκε σε 0,46 καταδεικνύοντας μέτρια αναπαραγωγιμότητα των κυτταρολογικών διαγνώσεων. Tο μεγαλύτερο πρόβλημα αναπαραγωγιμότητας της κυτταρολογικής διάγνωσης παρουσιάστηκε στην κατηγορία της μη διαγνωστικής ατυπίας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι στην ίδια έρευνα, η κ στατιστική παράμετρος για τα αντίστοιχα ιστολογικά παρασκευάσματα ήταν ακριβώς η ίδια (0,46), γεγονός που αποδεικνύει ότι η αναπαραγωγιμότητα της κυτταρολογικής διάγνωσης δεν υστερεί σε σχέση με την αναπαραγωγιμότητα της ιστολογικής διάγνωσης, άρα η διαφωνία μεταξύ κυτταρολόγων είναι τόσο πιθανή όσο και η διαφωνία μεταξύ παθολογοανατόμων.
• Κατά συνέπεια, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για σωστή και επιμελή τεχνική λήψης και επίστρωσης των κολποτραχηλικών επιχρισμάτων από γυναικολόγους ή νοσηλευτές, ούτως ώστε να λαμβάνεται επαρκές κυτταρολογικό υλικό. Ακόμη είναι απαραίτητη η επιμελής εξέταση των δειγμάτων από κυτταρολόγο με ικανοποιητική εμπειρία.
• Ο συνδυασμός τεστ Pap και HPV DNA τεστ διαθέτει ευαισθησία >96% στην ανίχνευση υψηλόβαθμης ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης (HGSIL).

Μπορεί το τεστ Παπανικολάου να κάνει λάθος;
Το τεστ είναι μια εξέταση που έχει και λάθος αποτελέσματα. Αυτά μπορεί να οφείλονται στον τρόπο που παίρνονται τα κύτταρα ή στο από πού παίρνονται ή στον τρόπο που τοποθετούνται στα γυάλινα πλακάκια ή στον τρόπο που σταθεροποιούνται ή στον τρόπο που φυλάσονται, στην προετοιμασία της γυναίκας κλπ. Επειδή τόσοι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την αξιοπιστία του αποτελέσματος, είναι λογικό να κυμαίνεται το ψευδώς αρνητικό (δηλαδή το τεστ να φαίνεται φυσιολογικό, αλλά να μην είναι) σε επίπεδα από 20 – 35%. Η τακτική επανάληψη του τεστ κάθε χρόνο διορθώνει αυτό το λάθος, γιατί είναι εξαιρετικά απίθανο στατιστικά να γίνει το λάθος δύο συνεχόμενες χρονιές.

Χρήσιμες πληροφορίες - Κλινικο-εργαστηριακή συσχέτιση
Η παρουσία αυτόματα αποφολιδούμενων ενδομητρικών κυττάρων παρατηρείται φυσιολογικά μόνο κατά τις 12 πρώτες ημέρες του κύκλου. Απόπτωση εν- δομητρικών κυττάρων μετά την ημέρα αυτή μπορεί να οφείλεται στην παρουσία ενδομητρίτιδας, ενδομητρικών πολυπόδων ή στη χρήση αντισυλληπτικών ενδομητρικών συσκευών. Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η απόπτωση ενδομητρικών κυττάρων πέρα από τη 12η ημέρα του κύκλου δεν έχει σχεδόν ποτέ συσχετισθεί με την παρουσία ενδομητρικού αδενοκαρκινώματος. Για το λόγο αυτό, η παρουσία ενδομητρικών κυττάρων δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην κυτταρολογική απάντηση σε περίπτωση γυναικών ηλικίας μικρότερης των 40 ετών. Η παρουσία ακόμα και καλοήθων ενδομητρικών κυττάρων σε τεστ Pap γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών, ανεξαρτήτως της ορμονικής τους κατάστασης, πρέπει να μας προβληματί- ζει δεδομένου ότι το 6% των περιπτώσεων αφορά σε καρκινώματα και το 12% σε υπερπλασία του ενδομητρίου, πόσο μάλλον όταν το 25% των γυναικών με καρκινική ή προκαρκινική αλλοίωση στο ενδομήτριο είναι ασυμπτωματικές και ουσιαστικά η αρχική ανίχνευση της καρκινικής ή προκαρκινικής αλλοίωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο κυτταρολογικά.
• Μετά κωνοειδή εκτομή ή από λανθασμένο χειρισμό, είναι δυνατόν το δείγμα να περιέχει στρωματικά ή αδενικά κύτταρα του ενδομητρίου, τα οποία μπορεί να θέσουν υπόνοια νεοπλασματικής εξεργασίας. Η ενδομητρίωση του τραχήλου πα- ρουσιάζει παρόμοια κυτταρολογική εικόνα.
• Κύτταρα από τον πλακούντα παρατηρούνται μόνο στο 0,1% των εγκύων γυναι- κών και άρα αποτελούν ένα εξαιρετικά σπάνιο εύρημα. Η παρουσία των κυττάρων αυτών δεν αποτελεί ένδειξη επικείμενης αποβολής.
• Με το τεστ Pap είναι εφικτός ο ορμονικός έλεγχος, δεδομένου ότι ο βαθμός ωρί- μανσης του επιθηλίου εξαρτάται από τα επίπεδα ορμονών που κυκλοφορούν στο αίμα. Τα δείγματα γι’ αυτό τον σκοπό λαμβάνονται από το πλάγιο κολπικό τοίχωμα. Ο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης είναι ο δείκτης ωρίμανσης, ο οποίος είναι η αναλογία παραβασικών/διαμέσων/επιπολής κυττάρων. Η ερμηνεία του ορμονι- κού δείκτη είναι εφικτή μόνο όταν είναι διαθέσιμα η ηλικία της γυναίκας, η ημερο- μηνία της τελευταίας έμμηνης ρήσης, το κλινικό ιστορικό και το ιστορικό λήψης φαρμακευτικών σκευασμάτων.
• Η παρουσία φλεγμονωδών κυττάρων δεν αποτελεί ένδειξη φλεγμονής του κολπικού και τραχηλικού επιθηλίου. Η παρουσία λεμφοκυττάρων προερχόμενων από λεμφοζίδια αποδίδεται σε λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα και η διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνει κάποιο λέμφωμα ή μια υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Η αφθονία κολποβακτηρίων μπορεί να συνοδεύεται από κυτταρόλυση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η κυτταροπλασματική αναλογία, βασικό κριτήριο για τη διάγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων.
• Η παρουσία ακτινομυκήτων έχει ανιχνευθεί στα κολποτραχηλικά επιχρίσματα του 7% των γυναικών που χρησιμοποιούν ενδομητρικές αντισυλληπτικές συσκευές. Παρότι μόνο το 15% των ασθενών εμφανίζουν συμπτώματα, ακόμα και σε ασυ- μπτωματικές ασθενείς συστήνεται η αφαίρεση της ενδομητρικής συσκευής και η επανατοποθέτησή της μετά από επανάληψη του τεστ Pap, εφόσον αυτό θα τεκμηριώσει την απουσία του παθογόνου μικροοργανισμού.
• Τα κυτταρολογικά κριτήρια διάγνωσης πιθανής λοίμωξης από χλαμύδια δεν επιτυγχάνουν υψηλό ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας.
• Η παρουσία στοιχείων ενδεικτικών υπερκεράτωσης μπορεί να υποκρύπτει σοβαρότερες επιθηλιακές βλάβες, όπως κονδυλώματα ή ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση.
• Το ιστορικό χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας ή χρήσης ενδομητρικών αντισυλληπτικών συσκευών αποτελούν συνήθεις αιτίες αναγεννητικής ατυπίας και πρέπει να αναφέρονται οπωσδήποτε στο παραπεμπτικό της κυτταρολογικής εξέτασης.
• Σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα διαφορικής διάγνωσης μεταξύ ατυπίας και ατροφικού επιθηλίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικά οιστρογονικό σκεύασμα με σκοπό την τεχνητή ωρίμανση του επιθηλίου και στη συνέχεια να επανα- ληφθεί η κυτταρολογική εξέταση, 1 εβδομάδα μετά τη λήξη της θεραπείας. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η διάγνωση ατυπίας (ASC) σε μετεμηνοπαυσιακές γυναίκες επαληθεύεται ιστολογικά (ως ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση) μόνο στο 17% των περιπτώσεων και ηπαρουσία HPV μόνο στο 10%, σε αντίθεση με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, στις οποίες η διάγνωση ατυπίας επαληθεύεται σε ποσοστό 46% και η παρουσία HPV σε ποσοστό 50%.
• Η κατηγορία ASC-US εισήχθη το 1988 στο σύστημα ταξινόμησης Bethesda, προκειμένου να περιγράψει την παρουσία κυτταρικής ατυπίας πιο σοβαρής από αυτή που μπορεί να αποδοθεί σε αναγέννηση του επιθηλίου αλλά ελάχιστα αποκλίνουσας από μια σαφή διάγνωση ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας. Ουσιαστικά, ο όρος ASC-US εκφράζει περισσότερο μια υποψία και λιγότερο μια τυπική διάγνωση, ωστόσο η χρησιμότητά του έχει αναγνωριστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των κυτταρολόγων. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το σύνολο των ASC δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5% του συνόλου των τεστ Pap. Ειδικά, η αναλογία ASC/SIL διαγνώσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3/1. Μετά την τροποποίηση του συστήματος ταξινόμησης Bethesda, το 2001, τα ASC περιστατικά διακρίθηκαν σε αυτά που παρουσιάζουν μη διαγνωστική ατυπία (ASC-US) και σε αυτά των οποίων η κυτταρολογική εικόνα δεν μπορεί να αποκλείσει την παρουσία HGSIL (ASC-H). Σε περίπτωση που διαγνωσθεί κυτταρολογικά μη διαγνωστική ατυπία των κυττάρων του πλακώδους επιθηλίου, πρέπει να ανιχνευθεί το παθογόνο στέλεχος του ιού HPV και να επαναληφθεί η κυτταρολογική εξέταση σε 4-6 μήνες. Εάν ανιχνευθούν εκ νέου άτυπα κύτταρα και το στέλεχος HPV είναι υψηλής επικινδυνότητας, τότε συνιστάται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού. Εάν η κολποσκόπηση δεν τεκμηριώσει την παρουσία ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης ή νεοπλασίας, τότε συνιστάται επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης για 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών και επανέλεγχος του DNA του ιού HPV σε 12 μήνες. Εάν οι δύο κυτταρολογικές εξετάσεις καταδείξουν εκ νέου την παρουσία άτυπων κυττάρων, τότε συνιστάται κολποσκόπηση, αλλιώς η ασθενής δεν ανήκει πλέον στην ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Η υποκατηγορία ASC-H αποτελεί το 5-10% του συνόλου των περιπτώσεων ASC. H διάγνωση ASC-H συνδυάζεται στο 48% των περιπτώσεων με ιστολογική διάγνωση HGSIL, έναντι μόνο 13% των απλών περιπτώσεων ASC-US. Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση μιας κυτταρολογικά διαγνωσμένης περίπτωσης ASC-H είναι η διενέργεια κολποσκόπησης και η λήψη βιοπτικού υλικού. Σε περίπτωση που η κυτταρολογική ατυπία δεν επιβεβαιωθεί ιστολογικά, τότε συνιστάται ανασκόπηση του κυτταρολογικού υλικού και επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε διάστημα 6 και 12 μηνών καθώς και η μετά έτος εργαστηριακή τυποποίηση του παθογόνου στελέχους HPV.
Σε περίπτωση που ο περαιτέρω έλεγχος αποβεί αρνητικός, η ασθενής δεν θεωρείται ότι ανήκει πλέον σε ομάδα υψηλού κινδύνου και συνιστάται η περιοδική πλέον κυτταρολογική εξέταση ρουτίνας.
• Αδενικά κύτταρα που μοιάζουν με τα φυσιολογικά ενδοτραχηλικά κύτταρα, παρατηρούνται περίπου στο 2% των γυναικών οι οποίες έχουν ιστορικό ολικής υστερεκτομής, ειδικά δε εκείνων που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία. Πιθανότατα οφείλονται σε αδενική μετάπλαση φυσιολογικών πλακωδών κυττάρων. Η πιθανότητα αυτή πρέπει να είναι εις γνώση του κυτταρολόγου, ο οποίος καλείται να απο- κλείσει την παρουσία ενός πιθανού αδενοκαρκινώματος.
• Σε περίπτωση που τα αδενικά κύτταρα παρουσιάζουν ατυπία που θέτει υπό- νοια αδενοκαρκινώματος in situ (ΑΙS) ή αδενοκαρκινώματος, τότε η κυτταρολογική εικόνα ταξινομείται ως AGC-US (Atypical Glandular Cells of Undetermined Significance). H κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε AGC-ενδομητρικής προέλευσης, AGC-ενδοτραχηλικής προέλευσης και σε AGC-ΝOS (Non Otherwise Specified).
• Περίπου το 50% των ασθενών με διάγνωση AGC-ενδομητρικής προέλευσης παρουσιάζουν τελικά κάποια σημαντική αλλοίωση, η οποία μπορεί να είναι διηθητικό ή in situ αδενοκαρκίνωμα, αλλά μπορεί και να είναι πλακώδους προέλευσης. Η παρουσία άτυπων ενδομητρικών κυττάρων έχει συσχετισθεί με μεγαλύτερη πιθανό- τητα παρουσίας νεοπλασίας. Σε ασθενείς με διάγνωση AGC-US είναι απαραίτητη η κολποσκόπηση, με διενέργεια ιστοληψίας ή και ευρύτερης βιοψίας (εάν κυτταρολογικά έχει τεθεί ισχυρή υπόνοια παρουσίας νεοπλασίας). Επιπλέον, σε γυναίκες αυτής της κατηγορίας με ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών ή με απροσδόκητη αιμορραγία από τον κόλπο, πρέπει να λαμβάνεται βιοπτικό υλικό από το ενδομήτριο. Σε περί- πτωση που οι επιπλέον εξετάσεις δεν τεκμηριώσουν την παρουσία καρκινικών ή προκαρκινικών αλλοιώσεων, τότε συστήνεται η επανάληψη του τεστ Pap για 4 διαδοχικές φορές, με μεσοδιάστημα 4-6 μηνών. Εάν οι συνεχόμενες κυτταρολογικές εξετάσεις τεκμηριώσουν την παρουσία παθολογικών αλλοιώσεων, τότε συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης, αλλιώς η ασθενής παύει να ανήκει σε ομάδα υψη- λού κινδύνου.
• Οι ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις αποτελούν προκαρκινικές μορφές, οι οποίες μπορούν να διαγνωσθούν κυτταρολογικά. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία προκύπτει ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 57%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 32%, εξελίσσονται σε υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σε ποσοστό 11% και σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 1%. Αντίστοιχα, οι υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις υποστρέφουν σε ποσοστό 33%, παραμένουν ως έχουν σε ποσοστό 44%, εξελίσσονται σε διηθητικό καρκίνο σε ποσοστό 8%.
• Στην παθογένεια των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων υπεισέρχεται ο ιός HPV, του οποίου και έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 100 διαφορετικά παθογόνα στελέχη. Εξ αυτών, μόνο 40 προσβάλλουν το γυναικείο γεννητικό σύστημα. Από τα 40 αυτά στελέχη, μόνο τα 20 θεωρούνται υψηλού κινδύνου και έχουν ανιχνευθεί στο 90% των περιπτώσεων τόσο ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας όσο και διηθητικού καρκινώματος. Τέτοια στελέχη του ιού HPV με υψηλή επικινδυνότητα είναι τα υπ’ αριθμόν 16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85.
• Tεχνικές μοριακής ανάλυσης HPV DNA που εφαρμόζονται σε κυτταρολογικό υλικό είναι: α) η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR), χρησιμοποιώντας γενικούς εκκινητές που στοχεύουν στην L1 γονιδιακή περιοχή για screening (42 τύποι) και τεχνικές τυποποίησης (π.χ. DNA Μικροσυστοιχίες) των συχνότερων στελεχών του ιού χαμηλού κινδύνου (6, 11, 40, 42, 43, 44, 54, 61, 62, 71, 72, 81, 83, 84, 89, IS39, CP6108) και υψηλού κινδύνου (16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85) β) η τεχνική του in situ υβριδισμού μπορεί να διακρίνει την παρουσία ενσωμάτωσης του ιικού DNA στο DNA του ανθρώπινου κυττάρου.
• Ο έλεγχος του HPV DNA έχει εγκριθεί ως η βασική δοκιμασία µαζικού ελέγχου σε συνδυασµό µε το τεστ Pap για την παρακολούθηση περιπτώσεων µε ASC-US.
• Ανίχνευση της έκφρασης της καψιδιακής πρωτεΐνης L1 του ιού HPV και του ογκο- κατασταλτικού γονιδίου p16 επίσης προσφέρουν στην πρόγνωση των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας σε συνδυασμό με την κυτταρολογι- κή εξέταση.
• Η κάλυψη που παρέχουν τα εμβόλια HPV δεν είναι πλήρης, για το λόγο αυτό δεν πρέπει να παραμελείται η συστηματική παρακολούθηση των γυναικών με τεστ Pap και HPV τεστ.
• Η προσβολή από HPV με ή χωρίς παρουσία ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων τραχήλου της μήτρας CIN 1, ταξινομείται πλέον ως χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση του πλακώδους επιθηλίου (LGSIL), ενώ οι αλλοιώσεις CIN 2 και 3 με ή χωρίς τη συνύπαρξη αλλοιώσεων από τον ιό HPV, ταξινομούνται πλέον ως υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις (HGSIL). Ο λόγος είναι καθαρά κλινικός και αφορά στη διαπίστωση ότι οι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις σπάνια υφίστανται κακοήθη εξαλλαγή, σε αντίθεση με τις υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, οι οποίες έχουν ενοχοποιηθεί για πολύ υψηλά ποσοστά κακοήθους εξαλλαγής.
• Η ταξινόμηση μιας ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης επιτυγχάνεται με ασφάλεια με την απλή μικροσκόπηση. Ο προσδιορισμός του στελέχους HPV δεν μπορεί να προσφέρει στην ταξινόμηση της βλάβης, δεδομένου ότι τα χαμηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού εντοπίζονται μεν συχνότερα σε περιπτώσεις LGSIL, ωστόσο τα υψηλής επικινδυνότητας στελέχη του ιού παρατηρούνται σε μεγάλα ποσοστά τόσο των LGSIL όσο και των HGSIL.
• H κυτταρολογική διάγνωση LGSIL πρέπει να ακολουθείται από κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από τις ύποπτες περιοχές. Έχει παρατηρηθεί ότι το 18% των γυναικών με κυτταρολογική διάγνωση LGSIL παρουσιάζουν ιστολογική εικόνα HGSIL στη βιοψία που ακολουθεί. Η εξέταση ανίχνευσης HPV δεν αποδίδει, δε- δομένου ότι αποβαίνει θετική στο 83% των περιπτώσεων. Η διενέργεια εκτομής ή απόξεσης δεν έχει θέση, εάν προηγουμένως δεν έχει διενεργηθεί ιστολογικός έλεγχος της ύποπτης περιοχής. Σε περίπτωση που η κολποσκόπηση δεν αποδώσει ή είναι αρνητική, τότε συστήνεται η λήψη κυτταρολογικού υλικού από τον ενδοτράχηλο, εκτός αν η ασθενής είναι έγκυος. Σε περίπτωση που και πάλι δεν αποδειχτεί η παρουσία κάποιας προκαρκινικής αλλοίωσης, τότε συστήνεται η επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης σε 6 μήνες ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV σε ένα έτος. Σε περίπτωση που οι δύο αυτές εξετάσεις δείξουν την παρουσία άτυπων πλακωδών κυττάρων ή προσβολής από τον ιό HPV, τότε συνιστάται η επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η ασθενής συστήνεται να υποβληθεί στον συνήθη κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας.
• Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις LGSIL σε έφηβες γυναίκες, τότε επι- βάλλεται κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Οπωσδήποτε πρέπει να πραγματοποιηθεί τυποποίηση του παθογόνου στελέχους του ιού HPV. Ακόμη, η κυτταρολογική εξέταση πρέπει να επαναληφθεί τουλάχιστον 2 φορές με μεσοδιάστημα 6 μηνών. Σε περίπτωση που οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αποβούν αρνητικές και ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV δεν ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε η ασθενής συνεχίζει τον συνήθη προληπτικό κυτταρολογικό έλεγχο ρουτίνας. Όταν, όμως, οι επαναληπτικές κυτταρολογικές εξετάσεις αναδείξουν την παρουσία έστω και άτυπων κυττάρων ή ο εργαστηριακός έλεγχος για HPV ανιχνεύσει κάποιο από τα παθογόνα στελέχη υψηλού κινδύνου, τότε συστήνεται επαναληπτική κολποσκόπηση.
• Η υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση αφορά τα βασικά και τα παραβασικά κύτταρα του φυσιολογικού πλακώδους επιθηλίου. Συνοδεύεται στο 97% των περιπτώσεων με προσβολή από υψηλής επικινδυνότητας στέλεχος του ιού HPV. Σε περίπτωση που παρατηρηθούν αλλοιώσεις HGSIL, τότε επιβάλλεται η κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού από την ύποπτη περιοχή. Εάν αποδειχτεί ιστολογικά ότι δεν υπάρχει καθόλου αλλοίωση ή πρόκειται για μια LGSIL, τότε τα προηγούμενα κυτταρολογικά δείγματα πρέπει να ανασκοπηθούν και να επαναξιολογηθούν. Εάν τα ιστολογικά ευρήματα ταυτιστούν με τα κυτταρολογικά, τότε συστήνεται η διαγνωστική εκτομή, εφόσον η ασθενής δεν είναι έγκυος. Εάν πρόκειται για νεαρές γυναίκες, συνιστάται επανάληψη της κολποσκόπησης. Σε εγκύους γυναίκες η κολποσκόπηση πρέπει να γίνεται από πεπειραμένους γυναικολόγους, δεδομένου ότι η λήψη δείγματος από τον ενδοτράχηλο αντενδείκνυται αυστηρά σε περίπτωση εγκυμοσύνης. Εν γένει, σε εγκύους γυναίκες δεν ενδείκνυται η θεραπευτική αντιμετώπιση της HGSIL, παρά μόνο σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ανάπτυξη διηθητικού πλακώδους καρκινώματος. Σε περίπτωση που ένα δείγμα παρουσιάζει αλλοιώσεις τόσο HGSIL όσο και LGSIL, τότε κατατάσσεται ως HGSIL αλλοίωση. Ωστόσο, πολλές φορές τα έντονα δυσπλαστικά κύτταρα είναι πολύ λίγα. Η δυνατότητα διάκρισης μιας HGSIL από ένα πλακώδες διηθητικό καρκίνωμα και αντιστρόφως, πολλές φορές δεν είναι απόλυτα εφικτή σε κυτταρολογικά υλικά. Το γεγονός αυτό πρέπει να είναι γνωστό στον κλινικό ιατρό, ο οποίος πρέπει να επαληθεύει σε δεύτερο χρόνο την παθολογική κυτταρολογική διάγνωση με κολποσκόπηση και βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα in situ (AIS) εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες γύρω από τα 38 έτη. Η κυτταρολογική του διάγνωση είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και ακριβής. Η κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS δεν αποκλείει τη συνύπαρξη διηθητικού αδενοκαρκινώματος, για τον λόγο αυτό ο ιστολογικός έλεγχος είναι επιβεβλημένος. Ωστόσο, ακόμα και ιστολογικά, η διάκριση μεταξύ διηθητικού και in situ αδενοκαρκινώματος είναι πολλές φορές δυσχερής. Μια γυναίκα με κυτταρολογική διάγνωση ΑΙS πρέπει να υποβληθεί σε κολποσκόπηση και λήψη βιοπτικού υλικού και από το ενδομήτριο. Εάν ο ιστολογικός έλεγχος δεν τεκμηριώσει την παρουσία παθολογικής αλλοίωσης, τότε είναι πιθανό να απαιτηθεί ευρύτερη βιοψία.
• Το αδενοκαρκίνωμα του ενδοτραχήλου αποτελεί το 25% των καρκίνων του τραχή- λου της μήτρας. Παρατηρείται σε ελαφρά μεγαλύτερες ηλικίες από το αδενοκαρκίνωμα in situ και μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικό ή να συνοδεύεται από αιμορραγία και κολπικές εκκρίσεις. Η παρουσία HPV έχει ανιχνευθεί και σε αυτό το νεόπλασμα.
• Η χρήση του τεστ Pap δεν αποτελεί αξιόπιστη μέθοδο ελέγχου ύποπτων ενδομητρικών αλλοιώσεων, ωστόσο μερικές φορές είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στα τεστ Pap νεοπλασματικά κύτταρα από τέτοιες βλάβες.
• Το μη Hodgkin λέμφωμα αναπτύσσεται πολύ σπάνια ως πρωτοπαθές νεόπλασμα στον κόλπο και τον τράχηλο. Στην κυτταρολογική διαφορική του διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνεται η λεμφοζιδιακή τραχηλίτιδα.
• Μεταστατικά νεοπλάσματα στον κόλπο και τον τράχηλο, μπορεί να προέρχονται από τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες, το παχύ έντερο, την ουροδόχο κύστη, την ουρήθρα ή σπανιότερα από τον μαστό, τον πνεύμονα, το πάγκρεας και το νεφρό.

Τα κονδυλώματα και η αντιμετώπιση τους
Η λοίμωξη από τον ιό των κονδυλωμάτων είναι η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσος. Εκτιμάται ότι 50-70% των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών θα προσβληθούν από τον ιό HPV καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Το 60% των γυναικών είναι θετικές στον ιό των κονδυλωμάτων μόλις 3 έτη μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή τους.
Υπολογίζεται ότι σε κάθε σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο χωρίς προφύλαξη υπάρχει κίνδυνος 70% μόλυνσης από τον ιό. Κονδυλώματα όμως θα εμφανιστούν σε μόλις 10% αυτών που θα μολυνθούν, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο ιός των κονδυλωμάτων αντιμετωπίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση.
Οι τύποι HPV 6 και 11 ευθύνονται για το 90% των κονδυλωμάτων.
Σε αντίθεση με τα κονδυλώματα, ο ίδιος ο ιός δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον οργανισμό.
Άπαξ και μολύνει τα κύτταρα παραμένει για πάντα μέσα τους, ωστόσο οι δυσπλασίες και τα κονδυλώματα μπορούν να αφαιρεθούν.
Χαμηλού κινδύνου ιοί που προκαλούν κυρίως κονδυλώματα είναι οι HPV6, HPV11, 42, 43 και 44.
Υψηλού κινδύνου που ενέχονται για δυσπλασίες, καρκίνο τραχήλου και άλλους καρκίνους είναι οι HPV16, HPV18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59 και 68.

Κονδυλώματα - Συμπτώματα
Ο χρόνος επώασης των κονδυλωμάτων κυμαίνεται από 1-8 μήνες ή και περισσότερο.
Τα τυπικά οξυτενή κονδυλώματα παρουσιάζονται σαν ρόδινες ή γκριζωπές βλάβες, μαλακές με λεία, κοκκώδη ή ανθοκραμβοειδή επιφάνεια και βάση πεπλατυσμένη ή μισχωτή.
Τα κονδυλώματα πολλαπλασιάζονται με αυτοενοφθαλμισμό και μπορεί να συρρέουν και να σχηματίζουν μεγάλες πλάκες. Τα κονδυλώματα είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους ασυμπτωματικά και ανώδυνα. Σπανίως οι πάσχοντες από κονδυλώματα αναφέρουν κνησμό, αίσθηση καύσου, πόνο ή αιμορραγία εξ αιτίας των κονδυλωμάτων.
Στους άνδρες τα κονδυλώματα συνήθως εντοπίζονται στη βάλανο, στο έσω πέταλο της ακροποσθίας.
Κονδυλώματα στο σώμα του πέους, στο όσχεο, στο εφήβαιο, στην ουρήθρα και σπάνια στην ουροδόχο κύστη μπορεί να εμφανιστούν. Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η φίμωση, η ουρηθρίτιδα, η οξυουρίαση η τοπική χρήση κορτικοστεροειδών, η ανοσοκαταστολή.
Υψηλή επίπτωση κονδυλωμάτων έχουμε σε σακχαρώδη διαβήτη, HIV φορείς και σε χρόνια λήψη ανοσοκαταστασλικών φαρμάκων.
Στις γυναίκες τα κονδυλώματα εντοπίζονται στα μικρά και τα μεγάλα χείλη, στην ουρήθρα, στον κόλπο και στον τράχηλο της μήτρας, ενώ σπανίως μπορεί να προσβληθεί από κονδυλώματα και η ουροδόχος κύστη όπως και στους άνδρες.
Αιτίες που ευνοούν την ανάπτυξη των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι η εγκυμοσύνη, η λοίμωξη με τριχομονάδα, αλλά και άλλες λοιμώξεις που έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαβροχή της περιοχής από τις κολπικές εκκρίσεις. Ιδίως κατά την εγκυμοσύνη, τα κονδυλώματα μπορεί να είναι υπερπλαστικά και να πάρουν μεγάλες διαστάσεις.
Άλλη θέση εντοπισμού των κονδυλωμάτων είναι ο πρωκτός.
Τα κονδυλώματα πρωκτού πολύ συχνά εντοπίζονται μέσα στον πρωκτό όπως και στο περιπρωκτικό δέρμα. Η μόλυνση με τον ιό HPV συνήθως γίνεται κατά την επαφή, ωστόσο τα κονδυλώματα πρωκτού μπορούν να εμφανισθούν και χωρίς πρωκτική επαφή.
Η μετάδοση κονδυλωμάτων πρωκτού μπορεί να γίνει με τα δάκτυλα, π.χ. κατά τη διάρκεια του πλυσίματος. Παράγοντες που μετατρέπουν ή εξασθενούν το ανοσοποιητικό (μόλυνση με τον ιό HIV, ανοσοκαταστολή, σακχαρώδης διαβήτης, χορήγηση κορτιζόνης ή επάλειψη στην περιοχή του πρωκτού με κρέμες κορτιζόνης) προδιαθέτουν στην εκδήλωση κονδυλωμάτων πρωκτού.
Άλλες εξωγεννητικές και σπανιότερες θέσεις εντοπισμού των κονδυλωμάτων αποτελούν ο βλεννογόνος του στόματος και ιδιαίτερα οι γωνίες των χειλέων, ο φάρυγγας, οι επιπεφυκότες, οι μασχάλες, ο ομφαλός και τα μεσοδακτύλια διαστήματα των ποδιών.
Πέρα από τα κονδυλώματα, η εμμένουσα λοίμωξη με τους υψηλής επικινδυνότητας υποτύπους του ιού HPV, οι οποίοι έχουν την τάση να μην υποστρέφουν και να ενσωματώνονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα, έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση προκαρκινικών αλλοιώσεων όπως ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία τραχήλου (CIN), αιδοίου (VIN), πέους (PIN) και ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία του πρωκτού (AIN).
Αυτές είναι προκαρκινικές δυσπλασίες που συχνά συνυπάρχουν με κονδυλώματα και οι οποίες ενδέχεται να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Η μεγάλη σημασία που έχουν τα κονδυλώματα όταν εμφανίζονται σε γυναίκες έγκειται στο γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των γυναικών που έχουν εμφανίσει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, έχουν εμφανίσει και κονδυλώματα στην περιοχή αυτή, και μάλιστα πιο συγκεκριμένα έχουν προσβληθεί από τους υποτύπους 16,18 του ιού HPV.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν παρουσιάζουν όλες οι γυναίκες που έχουν παρουσιάσει κονδυλώματα, καρκίνο του τραχήλου.

Κονδυλώματα – Επιπλοκές
Οι επιπλοκές των κονδυλωμάτων διακρίνονται σε ελάσσονες και μείζονες και είναι οι εξής:
Ελάσσονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: εκλώσεις και δημιουργία πληγών, αιμορραγία, επιμόλυνση, μηχανικά προβλήματα κατά την ούρηση και ψυχολογικά προβλήματα
Μείζονες επιπλοκές κονδυλωμάτων: γιγάντια κονδυλώματα, δυσπλασίες, καρκίνοι πρωκτογεννητικής χώρας, καρκίνος τραχήλου, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Κονδυλώματα – Διάγνωση
Η διάγνωση των κονδυλωμάτων γίνεται κυρίως κλινικά και επισκοπικά. Ο έμπειρος δερματολόγος θα διαγνώσει τα κονδυλώματα και θα προτείνει την κατάλληλη μέθοδο θεραπείας. Σε ορισμένες υποκλινικές μορφές η διάγνωση των κονδυλωμάτων μπορεί να γίνει με επάλειψη διαλύματος οξεικού οξέος 5%, η χρήση του οποίου αμφισβητείται από κάποιους γιατί μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς.
Σπάνια θα χρειαστεί βιοψία και ιστολογική εξέταση για τη διάγνωση των κονδυλωμάτων και κυρίως σε διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Με τη μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) ανιχνεύεται το DNA του ιού του κονδυλώματος και μπορούμε να κάνουμε τυποποίηση του ιού.
Δεν έχει όμως νόημα και πρακτικά δεν εφαρμόζεται στην διάγνωση των κονδυλωμάτων, γιατί δεν μεταβάλλουν το θεραπευτικό πλάνο.

Κονδυλώματα – Διαφορική Διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση των κονδυλωμάτων θα πρέπει να γίνει κυρίως από τα πλατέα κονδυλώματα της δευτερογόνου σύφιλης, τα θηλώματα, τους σπίλους, τις μυρμηκιές, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, τη βλαστική πέμφιγα, το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα και τη μολυσματική τέρμινθο.
Επίσης με κονδυλώματα μοιάζουν και οι μαργαριταροειδείς βλατίδες του πέους που είναι φυσιολογικοί αδένες γύρω από τη βάλανο του πέους που μπορεί να διογκώνονται.

Κονδυλώματα - Πρόληψη
Δεδομένου ότι το 70% των ενεργών σεξουαλικά ενηλίκων έχει μολυνθεί από τους ιούς HPV, ο μόνος τρόπος 100% πρόληψης των κονδυλωμάτων θα ήταν θεωρητικά η αυστηρή μονογαμία. Επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να εφαρμοστεί, απαιτείται η χρήση προφυλακτικού για την πρόληψη των κονδυλωμάτων, το οποίο όμως δεν προστατεύει 100%.
Η περιτομή στους άνδρες έχει βρεθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης και μόλυνσης από τα κονδυλώματα.
Σήμερα είναι διαθέσιμα 2 εμβόλια.

Κονδυλώματα - Αντιμετώπιση
Ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των βλαβών επιλέγεται η αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με τοπικές κρέμες ή αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με καταστροφικές μεθόδους, όπως κρυοθεραπεία, διαθερμοπηξία, laser.
Μπορούμε σήμερα να έχουμε πολύ υψηλά ποσοστά αντιμετώπισης κονδυλωμάτων σε μία μόνο επίσκεψη.
Αυτό επιτυγχάνεται με αντιμετώπιση κονδυλωμάτων με laser CO2 σε συνδυασμό σε κάποιες περιπτώσεις με χειρουργική αντιμετώπιση κονδυλωμάτων όπου αυτό απαιτηθεί.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με Laser διοξειδίου του άνθρακα πλεονεκτεί σήμερα όλων των διαθέσιμων μεθόδων. Η laser θεραπεία κονδυλωμάτων στοχεύει επιλεκτικά μόνο στα υπάρχοντα κονδυλώματα αφήνοντας ανέπαφο το γύρω υγιές δέρμα.
Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser χαρακτηρίζεται από απουσία μετεγχειρητικού πόνου και ουλών, ενώ το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο. Η θεραπεία κονδυλωμάτων με laser είναι μια αναίμακτη μέθοδος, η δέσμη του laser εφαρμόζεται στοχευμένα στην πάσχουσα περιοχή κατόπιν τοπικής αναισθησίας με διάλυμα ξυλοκαΐνης 2% και μπορεί να καταστρέψει όλα τα υπάρχοντα σε μία δεδομένη στιγμή κονδυλώματα με μία μόνο συνεδρία.
Είναι η πλέον ανώδυνη, χωρίς παρενέργειες όταν εφαρμόζεται από εξειδικευμένο Δερματολόγο και αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας κονδυλωμάτων και αποτελεί την αντιμετώπιση εκλογής για μικρού και μεσαίου μεγέθους αλλοιώσεις.
 

Γιατί να επιλέξει κάποια φίλη το κέντρο μας για να κάνει ΤΕΣΤ ΠΑΠ υγρής φάσης:
Δημιουργήσαμε ένα χώρο με άμεση πρόσβαση (δίπλα στο σταθμό ΜΕΤΡΟ Κατεχάκη) με πολύ μεράκι και αγάπη, με σκοπό να δώσουμε στις γυναίκες φίλες τη δυνατότητα να μας γνωρίσουν και να κάνουν στο κέντρο μας αυτή την τόσο σημαντική προληπτική ιατρική εξέταση.Εμείς κάνουμε ταυτόχρονα και τη λήψη και τη διάγνωση του ΤΕΣΤ ΠΑΠ.
Πέραν όμως του πολύ χαμηλού οικονομικού κόστους, οι υπηρεσίες μας είναι πολύ υψηλής ποιότητας και για το λόγο αυτό είμαστε ένα από τα ελάχιστα κυτταρολογικά εργαστήρια στην Ελλάδα που έχουν διαπιστευθεί κατά ELOT EN ISO 15189. Η πιστοποίησή μας αυτή δεν είναι κενό γράμμα, αλλά αντανακλά την συνολική προσπάθειά μας να παρέχουμε αξιόπιστες, διεθνώς αναγνωρισμένες ιατρικές υπηρεσίες, εφαρμόζοντας ένα Σύστημα Ολικής Διαχείρισης Ποιότητας και δίνοντας σημασία σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που μας φέρνουν πιο κοντά στα σύγχρονα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Επιγραμματικά και μόνο θα αναφερθώ σε μερικά από τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε:
Άνετοι και λειτουργικοί χώροι δειγματοληψίας
Μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας (δύο μηχανήματα κυτταρολογίας υγρής φάσης, σύστημα αυτόματης χρώσης, κυτταροφυγόκεντροι, μικροσκόπια με καμέρα)
Άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό για ανώδυνες λήψεις τεστ παπ
Οι 4 ιατροί κυτταρολόγοι του κέντρου μας είναι καταξιωμένοι επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, με πλούσιο επιστημονικό έργο
Τηρούμε πλήρες αρχείο πλακιδίων και παραπεμπτικών σε βάθος 10ετίας
Εφαρμόζουμε μέτρα εσωτερικού ελέγχου ποιότητας
Συμμετέχουμε σε προγράμματα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας
Κάθε ΤΕΣΤ ΠΑΠ μικροσκοπείται από 2 τουλάχιστον κυτταρολόγους
Έκδοση απάντησης εντός 24 ωρών
Απάντηση με εικόνες από αντιπροσωπευτικές θέσεις
Σχολιασμός εικόνων από ειδικό κυτταρολόγο
Δωρεάν παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, εαν χρειαστεί από τον Επιστημονικό διευθυντή και τους γιατρούς μας

Κλείστε ραντεβού online τώρα!
Συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα εάν επιθυμείτε να κλείσετε ραντεβού σε κυτταρολογικό κέντρο του δικτύου ALPHA PROLIPSIS και θα επικοινωνήσουμε μαζί σας για επιβεβαίωση του ραντεβού σας.
Επικοινωνήστε μαζί μας
210 97 56 566

Εξετάσεις Alpha Prolipsis

Απαντήσεις εντός 24 ωρών από την παραλαβή του δείγματος